μουσόφθαρτος: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(6_18) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μουσόφθαρτος''': -ον, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν φονευθείς, Λυκόφρ. 832. | |lstext='''μουσόφθαρτος''': -ον, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν φονευθείς, Λυκόφρ. 832. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μουσόφθαρτος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύθηκε από τις Μούσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> [[φθαρτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ετοιμό</i>-<i>φθαρτος</i>, [[κακό]]-<i>φθαρτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A slain by the Muses, Lyc.832.
German (Pape)
[Seite 211] von den Musen getödtet, Lycophr. 832.
Greek (Liddell-Scott)
μουσόφθαρτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν φονευθείς, Λυκόφρ. 832.
Greek Monolingual
μουσόφθαρτος, -ον (Α)
αυτός που φονεύθηκε από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + φθαρτός (< φθείρω), πρβλ. ετοιμό-φθαρτος, κακό-φθαρτος].