σίντης: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σίντης''': -ου, ὁ, ([[σίνομαι]]) ποιητ. λέξ., ὁ σπαράττων, διασχίζων, [[ἁρπακτικός]], ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὡς βραδύτερον τὸ [[σίνις]]. Ἰλ. Λ. 481, Υ. 165· ἐπὶ τοῦ λύκου, Π. 353· [[μετὰ]] θηλ. οὐσιαστ., σίνταο φάλαγγος Νικ. Θηρ. 715. 2) ὡς οὐσιαστ., = [[ἔχις]], [[αὐτόθι]] 623· ὁ διαρπάζων, [[κλέπτης]], Ὀππ. Ἁλ. 4. 602. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίνται· κακοῦργοι». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434. | |lstext='''σίντης''': -ου, ὁ, ([[σίνομαι]]) ποιητ. λέξ., ὁ σπαράττων, διασχίζων, [[ἁρπακτικός]], ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὡς βραδύτερον τὸ [[σίνις]]. Ἰλ. Λ. 481, Υ. 165· ἐπὶ τοῦ λύκου, Π. 353· [[μετὰ]] θηλ. οὐσιαστ., σίνταο φάλαγγος Νικ. Θηρ. 715. 2) ὡς οὐσιαστ., = [[ἔχις]], [[αὐτόθι]] 623· ὁ διαρπάζων, [[κλέπτης]], Ὀππ. Ἁλ. 4. 602. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίνται· κακοῦργοι». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />pillard, voleur, rapace.<br />'''Étymologie:''' [[σίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (σίνομαι) poet. word,
A = σίνις, ravening, of the lion, Il. 11.481, 20.165; of the wolf, 16.353: with a fem. Subst., σίνταο φάλαγγος Nic.Th.715. 2 Subst., = ἔχις, ib.623. 3 spoiler, thief, Opp.H.4.602, Cat.Cod.Astr.7.115. 4 hoopoe, Hsch. s.v. μακεσίκρανος (σιήτην cod.).
German (Pape)
[Seite 883] ὁ, der Räuberische, Reißende; Beiwort des Löwen u. des Wolfes, Il. 11, 481. 16, 353. 20, 165; auch von der Spinne, φάλαγξ, Nic. Th. 715.
Greek (Liddell-Scott)
σίντης: -ου, ὁ, (σίνομαι) ποιητ. λέξ., ὁ σπαράττων, διασχίζων, ἁρπακτικός, ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὡς βραδύτερον τὸ σίνις. Ἰλ. Λ. 481, Υ. 165· ἐπὶ τοῦ λύκου, Π. 353· μετὰ θηλ. οὐσιαστ., σίνταο φάλαγγος Νικ. Θηρ. 715. 2) ὡς οὐσιαστ., = ἔχις, αὐτόθι 623· ὁ διαρπάζων, κλέπτης, Ὀππ. Ἁλ. 4. 602. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίνται· κακοῦργοι». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pillard, voleur, rapace.
Étymologie: σίνω.