στρεύγομαι: Difference between revisions
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρεύγομαι''': Παθ., ἐκθλιβομαι, ἐκπιέζομαι κατὰ σταγόνας· - Ὁμηρικὸν [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον μεταφορ., στραγγίζομαι, ἐξαντλοῦμαι, χάνω τὴν δύναμίν μου, καταπονοῦμαι, δηθὰ στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηιοτῆτι Ἰλ. Ο. 512· δηθὰ στ. αἰὼν ἐν νήσῳ ἐρήμῃ Ὀδ. Μ. 351· στρ. καμάτοισι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 384· νόσῳ Καλλ. εἰς Δήμ. 68· - ἀπολ., θλίβομαι, [[πάσχω]], ἀλγῶ, Νικ. Ἀλεξιφ. 291, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 621, 1058, Ἡσύχ. -Πρβλ. [[στραγγεύομαι]]. | |lstext='''στρεύγομαι''': Παθ., ἐκθλιβομαι, ἐκπιέζομαι κατὰ σταγόνας· - Ὁμηρικὸν [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον μεταφορ., στραγγίζομαι, ἐξαντλοῦμαι, χάνω τὴν δύναμίν μου, καταπονοῦμαι, δηθὰ στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηιοτῆτι Ἰλ. Ο. 512· δηθὰ στ. αἰὼν ἐν νήσῳ ἐρήμῃ Ὀδ. Μ. 351· στρ. καμάτοισι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 384· νόσῳ Καλλ. εἰς Δήμ. 68· - ἀπολ., θλίβομαι, [[πάσχω]], ἀλγῶ, Νικ. Ἀλεξιφ. 291, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 621, 1058, Ἡσύχ. -Πρβλ. [[στραγγεύομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />se consumer, dépérir, être épuisé.<br />'''Étymologie:''' R. Στρυγ, faire couler en pressurant ; cf. στράγγω, <i>lat.</i> stringo. -- rem. de Chaeréphon : στράγγω n’existe pas !!! - DELG l’étym. reste incertaine ; cf. ttf. [[στράγξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 953] (vgl. στράγγω, στραγγεύω), eigtl. tropscnweise ausgedrückt oder ausgepreßt werden; übertr., allmälig entkräftet, erschöpft werden, hinschmachten, βέλτερον ἢ ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι, ἢ δηθὰ στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι, Il. 15, 512, besser auf einmal umkommen oder am Leben bleiben, als lange, langsam hinschmachten im Kampfe; vgl. Od. 12, 351, βούλομ' ἅπαξ πρὸς κῦμα χανὼν ἀπὸ θυμὸν όλέσσαι ἢ δηθὰ στρεύγεσθαι ἐὼν ἐν νήσῳ ἐρήμῃ; sp. D., wie στρεύγεσθαι καμάτοισι, durch Mühsal erschöpft, aufgerieben werden, Ap. Rh. 4, 385. 621. 1058; bes. vor Hunger umkommen, verhungern, Callim. Cer. 68; u. überh. gedrängt, gepeinigt werden, Noth od. Qual leiden, Nic. Al. 291.
Greek (Liddell-Scott)
στρεύγομαι: Παθ., ἐκθλιβομαι, ἐκπιέζομαι κατὰ σταγόνας· - Ὁμηρικὸν ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον μεταφορ., στραγγίζομαι, ἐξαντλοῦμαι, χάνω τὴν δύναμίν μου, καταπονοῦμαι, δηθὰ στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηιοτῆτι Ἰλ. Ο. 512· δηθὰ στ. αἰὼν ἐν νήσῳ ἐρήμῃ Ὀδ. Μ. 351· στρ. καμάτοισι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 384· νόσῳ Καλλ. εἰς Δήμ. 68· - ἀπολ., θλίβομαι, πάσχω, ἀλγῶ, Νικ. Ἀλεξιφ. 291, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 621, 1058, Ἡσύχ. -Πρβλ. στραγγεύομαι.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
se consumer, dépérir, être épuisé.
Étymologie: R. Στρυγ, faire couler en pressurant ; cf. στράγγω, lat. stringo. -- rem. de Chaeréphon : στράγγω n’existe pas !!! - DELG l’étym. reste incertaine ; cf. ttf. στράγξ.