ληιάς: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6_20)
 
(Autenrieth)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ληιάς''': ποιητ. θηλ. τοῦ [[ληίδιος]], συλληφθεῖσα [[αἰχμάλωτος]], [[αἰχμάλωτος]], ληιάδας τε γυναῖκας Ἰλ. Υ. 193· Ἐπικ. δοτ. ληιάδεσσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 612.
|lstext='''ληιάς''': ποιητ. θηλ. τοῦ [[ληίδιος]], συλληφθεῖσα [[αἰχμάλωτος]], [[αἰχμάλωτος]], ληιάδας τε γυναῖκας Ἰλ. Υ. 193· Ἐπικ. δοτ. ληιάδεσσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 612.
}}
{{Autenrieth
|auten=άδος: [[captive]], Il. 20.193†.
}}
}}

Revision as of 15:32, 15 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ληιάς: ποιητ. θηλ. τοῦ ληίδιος, συλληφθεῖσα αἰχμάλωτος, αἰχμάλωτος, ληιάδας τε γυναῖκας Ἰλ. Υ. 193· Ἐπικ. δοτ. ληιάδεσσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 612.

English (Autenrieth)

άδος: captive, Il. 20.193†.