ἔνδυμα: Difference between revisions
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνδῠμα''': τό, ([[ἐνδύω]]) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, ἐνδύμασι καὶ μίτραις καὶ ὑποδήμασι Πλουτ. Σόλ. 8· ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας (ἐποίησεν) ἑαυτῇ ἐνδύματα Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΟ΄, 40)· ποδήρους ἐνδύματος Σοφ. Σολομ. ΙΗ΄, 24· ἐνδύματα ἀλλότρια Σοφονίας Α΄. 8· ἐν ἐνδύμασι προβάτων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 15, κ. ἀλλ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2, Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 7. | |lstext='''ἔνδῠμα''': τό, ([[ἐνδύω]]) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, ἐνδύμασι καὶ μίτραις καὶ ὑποδήμασι Πλουτ. Σόλ. 8· ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας (ἐποίησεν) ἑαυτῇ ἐνδύματα Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΟ΄, 40)· ποδήρους ἐνδύματος Σοφ. Σολομ. ΙΗ΄, 24· ἐνδύματα ἀλλότρια Σοφονίας Α΄. 8· ἐν ἐνδύμασι προβάτων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 15, κ. ἀλλ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2, Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνδύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐνδύω)
A garment, IG12(5).593A4 (Iulis, V B.C.), Men.Pk.269, LXX 4 Ki.10.22,al., BCH6.25 (Delos, ii B. C.), PFay.12.20 (ii B. C.), Str.3.3.7, Ev.Matt.7.15, Plu.Sol.8, Porph.Abst.1.31, etc.; covering, τῶν ἀστῶν Gal.19.367, prob. in Hp.Cord.8.
German (Pape)
[Seite 836] τό, das Angezogene, das Kleid, LXX., N. T, z. B. Matth. 6, 25 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδῠμα: τό, (ἐνδύω) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, ἐνδύμασι καὶ μίτραις καὶ ὑποδήμασι Πλουτ. Σόλ. 8· ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας (ἐποίησεν) ἑαυτῇ ἐνδύματα Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΟ΄, 40)· ποδήρους ἐνδύματος Σοφ. Σολομ. ΙΗ΄, 24· ἐνδύματα ἀλλότρια Σοφονίας Α΄. 8· ἐν ἐνδύμασι προβάτων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 15, κ. ἀλλ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2, Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: ἐνδύω.