σιαγών: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σιᾱγών''': Ἰων. σιηγών, -όνος, ἡ, τὸ «σαγόνι», τὸ [[ὀστοῦν]] τῆς σιαγόνος, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Γ΄, 1096, Σοφ. Ἀποσπ. 114, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 278· κινεῖται δὲ τοῖς .. ζῴοις ἅπασιν ἡ [[κάτωθεν]] σ., κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 4, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 1· ― πρβλ. [[ὑαγών]].
|lstext='''σιᾱγών''': Ἰων. σιηγών, -όνος, ἡ, τὸ «σαγόνι», τὸ [[ὀστοῦν]] τῆς σιαγόνος, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Γ΄, 1096, Σοφ. Ἀποσπ. 114, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 278· κινεῖται δὲ τοῖς .. ζῴοις ἅπασιν ἡ [[κάτωθεν]] σ., κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 4, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 1· ― πρβλ. [[ὑαγών]].
}}
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br />mâchoire.<br />'''Étymologie:''' DELG terme pop. p. [[γνάθος]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐᾱγών Medium diacritics: σιαγών Low diacritics: σιαγών Capitals: ΣΙΑΓΩΝ
Transliteration A: siagṓn Transliteration B: siagōn Transliteration C: siagon Beta Code: siagw/n

English (LSJ)

Ion. σῐηγών, όνος, ἡ,

   A jaw-bone, jaw, Hp.Epid.3.17.β, S.Fr.112, Ar.Fr.287, PCair.Zen.76.12 (iii B.C.), LXXJd.15.14, al.; of an ox, Cratin.163; of a camel, prob. in PLond.3.909 (a).7(ii A.D.); κινεῖται δὲ τοῖς . . ζῴοις ἅπασιν ἡ κάτωθεν σ., κτλ., Arist.HA516a24, cf. 492b22; cheek, Cerc.5.6, Ev.Matt.5.39:—written συαγών, BGU 100.5 (ii A.D.), cf. Ath.3.94f; also σεαγών, BGU153.17,35 (ii A.D.), Sammelb.5167.11.

German (Pape)

[Seite 877] όνος, ἡ, Kinnbacken, Kinnlade, vgl. Arist. H. A. 1, 11; σιαγόνας μαλθακάς, Soph. frg. 114 bei Ath. 94 e; Plat. Tim. 75 d; Sp., wie Luc. de luct. 19.

Greek (Liddell-Scott)

σιᾱγών: Ἰων. σιηγών, -όνος, ἡ, τὸ «σαγόνι», τὸ ὀστοῦν τῆς σιαγόνος, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Γ΄, 1096, Σοφ. Ἀποσπ. 114, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 278· κινεῖται δὲ τοῖς .. ζῴοις ἅπασιν ἡ κάτωθεν σ., κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 4, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 1· ― πρβλ. ὑαγών.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
mâchoire.
Étymologie: DELG terme pop. p. γνάθος.