σάτον: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σάτον''': τό, Ἑβραϊκὴ [[λέξις]], τὸ 1]30 τοῦ κόρου, = [[περίπου]] πρὸς ἕνα καὶ ἥμισυ μόδιον ἢ 24 sextarii, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 33, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 4, 5, Ἡσύχ. | |lstext='''σάτον''': τό, Ἑβραϊκὴ [[λέξις]], τὸ 1]30 τοῦ κόρου, = [[περίπου]] πρὸς ἕνα καὶ ἥμισυ μόδιον ἢ 24 sextarii, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 33, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 4, 5, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />mesure hébraïque pour les produits secs <i>(farine, grain …), valant un modius romain et demi <i>ou</i> 24 setiers (12 litres)</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, a Hebrew measure, 1/30 of a κόρος, = about a modius and a half or 24
A sextarii, LXX Hg.2.17(16), Ev.Matt.13.33, al., J.AJ9.4.5. (Hebr. seah.)
Greek (Liddell-Scott)
σάτον: τό, Ἑβραϊκὴ λέξις, τὸ 1]30 τοῦ κόρου, = περίπου πρὸς ἕνα καὶ ἥμισυ μόδιον ἢ 24 sextarii, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 33, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 4, 5, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mesure hébraïque pour les produits secs (farine, grain …), valant un modius romain et demi ou 24 setiers (12 litres).