κεράμβυξ: Difference between revisions
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(6_22) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεράμβυξ''': -υκος, ὁ, [[εἶδος]] κανθάρου φέροντος κεραίας ἢ κέρατα καὶ τρεφομένου ἐκ ξηροῦ ξύλου, Νικ. παρ’ Ἀντ. Λιβερ. 22, Ἡσύχ. (πιθ. ἐκ τοῦ [[κάραβος]], μετ’ ἀναφορᾶς πρὸς τὸ [[κέρας]]). | |lstext='''κεράμβυξ''': -υκος, ὁ, [[εἶδος]] κανθάρου φέροντος κεραίας ἢ κέρατα καὶ τρεφομένου ἐκ ξηροῦ ξύλου, Νικ. παρ’ Ἀντ. Λιβερ. 22, Ἡσύχ. (πιθ. ἐκ τοῦ [[κάραβος]], μετ’ ἀναφορᾶς πρὸς τὸ [[κέρας]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κεράμβυξ]], -υκος)<br />[[γένος]] εντόμων που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] κεραμβυκίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] με διπλό εκφραστικό [[επίθημα]] -(<i>α</i>)<i>μβ</i>-<i>υξ</i> <span style="color: red;"><</span> -(<i>α</i>)<i>μβ</i>-<i>ος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σήρ</i>-<i>αμβος</i>, <i>κόλυ</i>-<i>μβος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>υξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βόμβ</i>-<i>υξ</i>, <i>δοίδ</i>-<i>υξ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
υκος, ὁ,
A longicorn beetle, cerambyx, which feeds on dead wood, Nic.Fr.39, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1419] υκος, ὁ, ein Käfer (κάραβος) mit langen Hörnern (κέρας), Feuerschröter, Hesych. Vgl. Ant. Lib. 22.
Greek (Liddell-Scott)
κεράμβυξ: -υκος, ὁ, εἶδος κανθάρου φέροντος κεραίας ἢ κέρατα καὶ τρεφομένου ἐκ ξηροῦ ξύλου, Νικ. παρ’ Ἀντ. Λιβερ. 22, Ἡσύχ. (πιθ. ἐκ τοῦ κάραβος, μετ’ ἀναφορᾶς πρὸς τὸ κέρας).
Greek Monolingual
ο (Α κεράμβυξ, -υκος)
γένος εντόμων που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια κεραμβυκίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας με διπλό εκφραστικό επίθημα -(α)μβ-υξ < -(α)μβ-ος (πρβλ. σήρ-αμβος, κόλυ-μβος) + -υξ (πρβλ. βόμβ-υξ, δοίδ-υξ)].