Ἰταλός: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />Italien, italique.<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br />Italos, <i>roi pélasge qui aurait donné son nom à l’Italie</i>. | |btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />Italien, italique.<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br />Italos, <i>roi pélasge qui aurait donné son nom à l’Italie</i>. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο και [[Ιταλιάνος]], θηλ. [[Ιταλίδα]] και Ιταλιάνα (Α [[Ἰταλός]], θηλ. Ἰταλίς)<br />ο [[κάτοικος]] της Ιταλίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. ως προσηγορικό) <i>ό [[ἰταλός]]<br />ο [[ταύρος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως επίθ.</b>) [[ἰταλός]]<br />[[ιταλικός]] («[[ἰταλός]] [[αἰχμητής]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο αρχ. τ. [[ἰταλός]] με σημ. «[[ταύρος]]» πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fιταλός</i>. Κατά μία [[άποψη]], τη λ. αυτή δανείστηκε η λατ. μέσω της Οσκικής με τη [[μορφή]] <i>vitellus</i> (υποκορ. του <i>vitulus</i>) «[[μοσχαράκι]]», απ' όπου σχηματίστηκε ο λατ. τ. <i>Ιtalus</i> «[[Ιταλός]]» [[είτε]] λόγω της αφθονίας αυτών τών ζώων στη [[χώρα]] [[είτε]] [[επειδή]] θεωρούνταν ιερά. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο λατ. τ. <i>Ιtalus</i> προέρχεται απευθείας από ελλ. [[Ἰταλός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἰταλός]] «[[ταύρος]]»). Κατ' άλλους, [[τέλος]], η [[σύνδεση]] της λ. [[Ἰταλός]] με το λατ. <i>vitellus</i> θεωρείται εσφαλμένη, [[επειδή]] δεν διατηρείται το -<i>ν</i>-(<i>F</i>) στον λατ. τ. <i>Ιtalus</i>, ενώ διατηρείται σε άλλους τύπους (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Veneti</i>: Ενετοί)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A Italian, Parth.7.1, Str.5.1.1: as Adj., Ἰ. αἰχμητής [ῑ] AP7.741 (Crin.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰτᾰλός: ὁ, ὁ ἐγχώριος κάτοικος τῆς Ἰταλίας, Στράβ. 210· - ὡς ἐπίθ., Ἀνθ. Π. 7. 741, κτλ. ῐ, ἀλλὰ ῑ χάριν τοῦ μέτρου, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 505· ὡς καὶ ἐν τοῖς Ἰταλίς, Ἰταλία.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
Italien, italique.
2οῦ (ὁ) :
Italos, roi pélasge qui aurait donné son nom à l’Italie.
Greek Monolingual
ο και Ιταλιάνος, θηλ. Ιταλίδα και Ιταλιάνα (Α Ἰταλός, θηλ. Ἰταλίς)
ο κάτοικος της Ιταλίας
αρχ.
1. (το αρσ. ως προσηγορικό) ό ἰταλός
ο ταύρος
2. (το αρσ. ως επίθ.) ἰταλός
ιταλικός («ἰταλός αἰχμητής», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο αρχ. τ. ἰταλός με σημ. «ταύρος» πιθ. < Fιταλός. Κατά μία άποψη, τη λ. αυτή δανείστηκε η λατ. μέσω της Οσκικής με τη μορφή vitellus (υποκορ. του vitulus) «μοσχαράκι», απ' όπου σχηματίστηκε ο λατ. τ. Ιtalus «Ιταλός» είτε λόγω της αφθονίας αυτών τών ζώων στη χώρα είτε επειδή θεωρούνταν ιερά. Κατ' άλλη άποψη, ο λατ. τ. Ιtalus προέρχεται απευθείας από ελλ. Ἰταλός (< ἰταλός «ταύρος»). Κατ' άλλους, τέλος, η σύνδεση της λ. Ἰταλός με το λατ. vitellus θεωρείται εσφαλμένη, επειδή δεν διατηρείται το -ν-(F) στον λατ. τ. Ιtalus, ενώ διατηρείται σε άλλους τύπους (πρβλ. Veneti: Ενετοί)].