παμμήκης: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />tout à fait long, très long.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[μῆκος]]. | |btext=ης, ες :<br />tout à fait long, très long.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[μῆκος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παμμήκης]], πάμμηκες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ μεγάλο [[μήκος]], μακρότατος, ατελείωτος («περὶ σμικροῡ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πάμμηκες</i><br />σε μεγάλο [[μήκος]], υπερβολικά, [[πάρα]] πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A very long, prolonged, γόοι S.OC 1609; λόγος Pl.Plt.286e; ῥήσεις Id.Phdr.268c; ἐν χρόνοις π. Arist. Mete.351b10: neut. as Adv., πάμμηκες διαφέρει ἔπαινος ἡδονῆς Max. Tyr.7.7.
German (Pape)
[Seite 453] ες, sehr lang; γόος, Soph. O. C. 1609; περὶ σμικροῦ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῖν, Plat. Phaedr. 268 c; Legg. I, 642 a; χρόνοι, Arist. meteor. 1, 14 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παμμήκης: -ες, λίαν μακρός, μακρότατος, γόος Σοφ. Ο. Κ. 1609· λόγος Πλάτ. Πολιτικ. 286Ε· π. ῥήσεις ποιεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 268C· ἐν χρόνοις π. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 5.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
tout à fait long, très long.
Étymologie: πᾶν, μῆκος.
Greek Monolingual
παμμήκης, πάμμηκες (Α)
1. αυτός που έχει πολύ μεγάλο μήκος, μακρότατος, ατελείωτος («περὶ σμικροῡ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῑν», Πλάτ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πάμμηκες
σε μεγάλο μήκος, υπερβολικά, πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μήκης (< μῆκος)].