κατήκοος: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> qui espionne, espion;<br /><b>2</b> qui prête l’oreille à, τινι ; docile, obéissant à, gén. <i>ou</i> dat.;<br /><b>3</b> soumis à, sujet de : τινος, τινι de qqn ; <i>subst.</i> [[οἱ]] [[κατήκοντες]] HDT les sujets.<br />'''Étymologie:''' [[κατακούω]]. | |btext=οος, οον;<br /><b>1</b> qui espionne, espion;<br /><b>2</b> qui prête l’oreille à, τινι ; docile, obéissant à, gén. <i>ou</i> dat.;<br /><b>3</b> soumis à, sujet de : τινος, τινι de qqn ; <i>subst.</i> [[οἱ]] [[κατήκοντες]] HDT les sujets.<br />'''Étymologie:''' [[κατακούω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατήκοος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ακούει με [[προσοχή]], [[ακροατής]] («τῶν εἴ τίς ἐστιν... [[κατήκοος]]» — εάν [[κάποιος]] έχει ακούσει νέα γι' αυτά, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παρακολουθεί μαθήματα («[[κατήκοος]] λόγων» — αυτός που σπουδάζει [[φιλοσοφία]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που κρυφακούει, [[ωτακουστής]], [[κατάσκοπος]] («κατάσκοποί τε καὶ κατήκοοι [[ἦσαν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υποτελής]], [[υπήκοος]], υποταγμένος σε κάποιον («Μήδων κατήκοοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που παρέχει [[ακρόαση]], που εισακούει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήκοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επ</i>-<i>ήκοος</i>, <i>υπ</i>-<i>ήκοος</i>. Το -<i>η</i>- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (κατακούω)
A hearing, τῶν εἴ τίς ἐστιν . . κατήκοος if any has heard tidings of them, S.Ichn.77; listening to, κ. λόγων student of philosophy, Pl.Ax.365b. 2 spy, eavesdropper, κατάσκοποι καὶ κ. Hdt.1.100, D.C.42.17. II hearkening to, obedient, Hdt.7.155, S.Ant.642; τινος to another, Μήδων, Περσέων κ., Hdt.1.72, 143, al.; τὰ παραθαλάσσια . . Περσέων κ. ἐποίεε Id.5.10; κ. τοῦ κοσμητοῦ IG22.1011.20; τὸ ἐπιθυμητικὸν κ. [τοῦ λόγου] Arist.EN1102b31: c. dat., Κροίσῳ κ. Hdt.1.141, cf.3.88; τῇ πόλει κ. γενέσθαι Pl.R.499b. III giving ear to, εὐχωλῇσι AP6.199 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 1400] 1) behorchend, als Verräther, Spion; Her. 1, 100; κατάσκοποι καὶ κατήκοοι D. Cass. 42, 17. – 2) darauf hörend, gehorchend; Soph. Ant. 638; τινός, Plat. Men. 71 e Rep. VIII, 562 d; τινί, VI, 499 b; unterworfen, Unterthan, ἔσαν οὗτοι Μήδων κατήκοοι Her. 1, 72; Κροίσῳ ἔσαν κατήκοοι 1, 141. – 31 erhörend, εὐχωλῇσι Antiphil. 5 (VI, 199); übh. hörend, κατήκοος λόγων, der Hörer, Plat. Ax. 365 b.
Greek (Liddell-Scott)
κατήκοος: -ον, (κατακούω), προσέχων, μετὰ προσοχῆς ἀκούων, ἀκροατής, λόγων Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α·― ὡς οὐσιαστ., ὁ «κρυφοακούων», ὠτακουστής, κατάσκοπος, κατάσκοποι καὶ κατ. Ἡρόδ. 1. 100, πρβλ. Δίωνα Κ. 42. 17. ΙΙ. ἀκούων τινά, εὐπειθὴς προσέχων εἴς τινα, ὑπήκοος, ὑποτεταγμένος, Ἡρόδ. 7. 155, Σοφ. Ἀντ. 642· τινός, εἴς τινα, Μήδων, Περσέων κατήκοοι Ἡρόδ. 1. 72, 143, κ. ἀλλ.· τὰ παραθαλάσσια… Περσέων κ. ἐποίεε 5. 10· ὡσαύτως μετ. δοτ., Κύρῳ κ. αὐτόθι 141, πρβλ. 3. 88. ΙΙΙ. δίδων ἀκρόασιν εἴς τινα, εὐχωλῇσι Ἀνθ. Π. 6. 199.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
1 qui espionne, espion;
2 qui prête l’oreille à, τινι ; docile, obéissant à, gén. ou dat.;
3 soumis à, sujet de : τινος, τινι de qqn ; subst. οἱ κατήκοντες HDT les sujets.
Étymologie: κατακούω.
Greek Monolingual
κατήκοος, -ον (Α)
1. αυτός που ακούει με προσοχή, ακροατής («τῶν εἴ τίς ἐστιν... κατήκοος» — εάν κάποιος έχει ακούσει νέα γι' αυτά, Σοφ.)
2. αυτός που παρακολουθεί μαθήματα («κατήκοος λόγων» — αυτός που σπουδάζει φιλοσοφία, Πλάτ.)
3. αυτός που κρυφακούει, ωτακουστής, κατάσκοπος («κατάσκοποί τε καὶ κατήκοοι ἦσαν», Ηρόδ.)
4. υποτελής, υπήκοος, υποταγμένος σε κάποιον («Μήδων κατήκοοι», Ηρόδ.)
5. αυτός που παρέχει ακρόαση, που εισακούει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. επ-ήκοος, υπ-ήκοος. Το -η- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].