κοινοφιλής: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui consiste en une affection commune.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[φιλέω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui consiste en une affection commune.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[φιλέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοινοφιλής]], -ές (Α)<br />αυτός που αγαπά [[κάτι]] από κοινού με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φιλῶ</i>, <b>βλ. λ.</b> [[δημοφιλής]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεο</i>-<i>φιλής</i>, <i>λαο</i>-<i>φιλής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A with common affection, κ. διανοίᾳ A.Eu.985(lyr., κοινωφελεῖ codd.).
German (Pape)
[Seite 1469] ές, gemeinschaftlich liebend, nach Emend. bei Aesch. Eum. 940, κοινοφιλεῖ διανοίᾳ, wo die mss. κοινοφελεῖ haben, was »gemeinsam nützend« heißen soll. S. aber κοινωφελής.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοφῐλής: -ές, ἀγαπῶν ἀπὸ κοινοῦ, κοινοφιλεῖ διανοίᾳ Αἰσχύλ. Εὐμ. 985, κατὰ τὸν Ἕρμ. ἀντὶ κοινωφελεῖ (Κῶδ. Μεδ.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui consiste en une affection commune.
Étymologie: κοινός, φιλέω.
Greek Monolingual
κοινοφιλής, -ές (Α)
αυτός που αγαπά κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -φιλής (< φιλῶ, βλ. λ. δημοφιλής), πρβλ. θεο-φιλής, λαο-φιλής].