φλέδων: Difference between revisions

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />bavard.<br />'''Étymologie:''' [[φλέω]].
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />bavard.<br />'''Étymologie:''' [[φλέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-όνος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φλύαρος]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀλαζών]], [[εὐήθης]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>φλέδ</i>-<i>ων</i> ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bhled</i>- «[[αναβλύζω]]», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με οδοντικό -<i>d</i>-, [[μορφή]] της ρίζας <i>bhel</i>- «[[φυσώ]], [[φουσκώνω]], πρήζομαι, [[αναβλύζω]]» (<b>βλ.</b>και λ. [[φλέω]], [[φλύω]]) και η οποία έχει χρησιμοποιηθεί μτφ. για να δηλώσει τη [[φλυαρία]], την [[κενολογία]] (<b>πρβλ.</b> και τις σχετικές σημ. τών τ. [[φλέω]], [[φλήναφος]], [[φλύω]]). Σ' αυτήν τη [[μορφή]] της ρίζας ανάγονται πιθ. και οι τ. <i>φλαδεῖν</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φλάζω]]), [[παφλάζω]]. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία το -<i>δ</i>- του τ. <i>φλέ</i>-<i>δ</i>-<i>ων</i> δεν ανήκει στη [[ρίζα]], [[αλλά]] στο [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> το [[επίθημα]] -<i>δών</i> σε τ. όπως <i>σηπ</i>-<i>ε</i>-<i>δών</i>, <i>τυφ</i>-<i>ε</i>-<i>δών</i> κ.λπ., το οποίο, σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, μπορεί να αναγνωρισθεί στον τ. <i>φλε</i>-<i>δών</i>), προσκρούει στην [[παρουσία]] του οδοντικού και στον τ. <i>φληδῶ</i> και πιθ. στον τ. <i>φλαδεῖν</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φλάζω]]), όπου δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως [[στοιχείο]] του επιθήματος].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλέδων Medium diacritics: φλέδων Low diacritics: φλέδων Capitals: ΦΛΕΔΩΝ
Transliteration A: phlédōn Transliteration B: phledōn Transliteration C: fledon Beta Code: fle/dwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (φλέω)

   A idle talker, babbler, Timo 28 (pl.), 37; of a woman, A.Ag.1195.    II φλεδών, όνος, ἡ, idle talk, Anon. ap.Gal.16.733 (pl.), Plu.2.420c (pl.).

German (Pape)

[Seite 1291] ονος, u. φλεδών, ῶνος, ὁ, ein unnützer Schwätzer; auch fem., Aesch. Ag. 1168; D. L. 6, 18.

Greek (Liddell-Scott)

φλέδων: -ονος, ὁ, ἡ, (φλέω) φλύαρος, λάλος, Τίμων παρὰ Διογέν. Λαερτ. 6. 18· ἐν τῇ γεν. πληθ. -δόνων· ἐπὶ γυναικός, ψευδόμαντίς εἰμι θυροκόπος φλέδων; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1195. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φλέδων, ὁ ἀλαζών, εὐήθης». ΙΙ. φλεδών, όνος, ἡ, ματαιολογία, φλυαρία, Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 462F, Πλουτ. 2. 420Β. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 127.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
bavard.
Étymologie: φλέω.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, ἡ, Α
1. φλύαρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀλαζών, εὐήθης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φλέδ-ων ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bhled- «αναβλύζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με οδοντικό -d-, μορφή της ρίζας bhel- «φυσώ, φουσκώνω, πρήζομαι, αναβλύζω» (βλ.και λ. φλέω, φλύω) και η οποία έχει χρησιμοποιηθεί μτφ. για να δηλώσει τη φλυαρία, την κενολογία (πρβλ. και τις σχετικές σημ. τών τ. φλέω, φλήναφος, φλύω). Σ' αυτήν τη μορφή της ρίζας ανάγονται πιθ. και οι τ. φλαδεῖν (βλ. λ. φλάζω), παφλάζω. Η άποψη κατά την οποία το -δ- του τ. φλέ-δ-ων δεν ανήκει στη ρίζα, αλλά στο επίθημα (πρβλ. το επίθημα -δών σε τ. όπως σηπ-ε-δών, τυφ-ε-δών κ.λπ., το οποίο, σύμφωνα με την άποψη αυτή, μπορεί να αναγνωρισθεί στον τ. φλε-δών), προσκρούει στην παρουσία του οδοντικού και στον τ. φληδῶ και πιθ. στον τ. φλαδεῖν (βλ. λ. φλάζω), όπου δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως στοιχείο του επιθήματος].