μνημόνευμα: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />ce dont on garde le souvenir, ce à quoi l’on songe.<br />'''Étymologie:''' [[μνημονεύω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />ce dont on garde le souvenir, ce à quoi l’on songe.<br />'''Étymologie:''' [[μνημονεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και μνημόνεμα, το (ΑΜ [[μνημόνευμα]]) [[μνημονεύω]]<br />[[πράγμα]] ή [[γεγονός]] το οποίο [[πρέπει]] να θυμάται [[κανείς]], αξιομνημόνευτη [[πράξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμνηση]], [[ενθύμηση]]<br /><b>2.</b> ιερατική [[ευχή]] [[υπέρ]] υγείας ζώντων και [[υπέρ]] αναπαύσεως [[νεκρών]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καθετί]] για το οποίο γίνεται [[μνεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμνηση]], [[υπόμνηση]] του παρελθόντος<br /><b>2.</b> [[μνημείο]], [[ενθύμιο]]<br /><b>3.</b> [[μέσο]] με το οποίο θυμάται [[κανείς]] [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A memory sign, mnemonic token, Arist.Mem.450b27,451a2. 2 thing remembered or to be remembered, Plu.2.786e, Luc. Salt.44. 3 remembrance or record of the past, τὰ Σωκρατικὰ μ. Phld.Vit.p.41 J.; memorial, τῆς πρόσθε θοίνης Moschio Trag.6.33; reminder, means of remembering, τόπου Men.Pk.366.
German (Pape)
[Seite 194] τό, Erinnerung an Etwas; Arist. rhet. 1, 3; Luc. salt. 44 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μνημόνευμα: τό, ἐνέργεια τῆς μνήμης, τὸ μνημονευόμενον, Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 16, Πλούτ. 2. 786Ε. 2) ἀνάμνησις ἢ μνεία τοῦ παρελθόντος, Ἀριστ. Ρητ. 1. 3, 13, Λουκιαν. περὶ Ὀρχ. 44.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce dont on garde le souvenir, ce à quoi l’on songe.
Étymologie: μνημονεύω.
Greek Monolingual
και μνημόνεμα, το (ΑΜ μνημόνευμα) μνημονεύω
πράγμα ή γεγονός το οποίο πρέπει να θυμάται κανείς, αξιομνημόνευτη πράξη
νεοελλ.
1. ανάμνηση, ενθύμηση
2. ιερατική ευχή υπέρ υγείας ζώντων και υπέρ αναπαύσεως νεκρών
μσν.-αρχ.
καθετί για το οποίο γίνεται μνεία
αρχ.
1. ανάμνηση, υπόμνηση του παρελθόντος
2. μνημείο, ενθύμιο
3. μέσο με το οποίο θυμάται κανείς κάτι.