μανιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
(Bailly1_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />semblable à un fou, déraisonnable, insensé.<br />'''Étymologie:''' [[μανία]], -ώδης.
|btext=ης, ες :<br />semblable à un fou, déraisonnable, insensé.<br />'''Étymologie:''' [[μανία]], -ώδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[μανιώδης]], -ῶδες) [[μανία]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχεται από [[μανία]], [[παράφρων]], [[τρελός]], [[μανιακός]] («[[μανιώδης]] [[συμπεριφορά]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αρέσκεται υπερβολικά σε [[κάτι]], αυτός που αγαπά [[κάτι]] με [[μανία]] («[[είναι]] [[μανιώδης]] [[καπνιστής]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ασυγκράτητος]], [[σφοδρός]], [[θυελλώδης]] («[[μανιώδης]] [[άνεμος]]»)<br /><b>2.</b> εξοργισμένος, [[παράφορος]], [[οργίλος]], αυτός που βρίσκεται σε παροξυσμό οργής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[μανία]], που έχει τα συμπτώματα της μανίας («περιπνευμονίαι τε καὶ μανιώδεα νοσεύματα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[ανόητος]] («τοῡ Κλέωνος [[καίπερ]] [[μανιώδης]] οὖσα ἡ [[ὑπόσχεσις]] ἀπέβη», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που κάνει μανιακό κάποιον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μανιωδώς</i> (AM μανιωδῶς)<br />με μανιώδη τρόπο, με [[μανία]], εμμανώς.
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰνιώδης Medium diacritics: μανιώδης Low diacritics: μανιώδης Capitals: ΜΑΝΙΩΔΗΣ
Transliteration A: maniṓdēs Transliteration B: maniōdēs Transliteration C: maniodis Beta Code: maniw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like madness, νοσεύματα Hp.Aër.7, cf. Coac.475.    2 like a madman, crazy, ὑπόσχεσις Th.4.39; καὶ τὸ μ. μαντικὴν πολλὴν ἔχει E.Ba.299; μ. πάντα τἀνθρώπων ὅλως Alex.219.9; κύνας μ. καὶ δυσπειθεστάτας X. Mem.4.1.3: Comp. -έστερον ἢ κατά . . J.AJ2.12.2. Adv. -δῶς Gal. 5.415, Paul.Aeg.3.6, Sch.Theoc.1.83.    II causing madness, Dsc. 1.68, 4.68; ἱμάσθλη Πανός Nonn.D.10.4.

Greek (Liddell-Scott)

μανιώδης: -ες, ὅμοιος μανίᾳ, μ. νόσημα Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· μαινόμενος, παράφρων, μανικός, κύνες Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 3. 2) παράφρων, «τρελλός», ἀνόητος, ὑπόσχεσις Θουκ. 4. 39· τὸ μ., μανία, καὶ τὸ μ. μαντικὴν πολλὴν ἔχει Εὐρ. Βάκχ. 299· μ. πάντα τἀνθρώπων ὅλως Ἄλεξ. ἐν «Ταραντ.» 3. 9. ΙΙ. πρόξενος μανίας, Διοσκ. 4. 69.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un fou, déraisonnable, insensé.
Étymologie: μανία, -ώδης.

Greek Monolingual

-ες (AM μανιώδης, -ῶδες) μανία
1. αυτός που κατέχεται από μανία, παράφρων, τρελός, μανιακόςμανιώδης συμπεριφορά»)
νεοελλ.
αυτός που αρέσκεται υπερβολικά σε κάτι, αυτός που αγαπά κάτι με μανίαείναι μανιώδης καπνιστής»)
νεοελλ.-μσν.
1. ασυγκράτητος, σφοδρός, θυελλώδηςμανιώδης άνεμος»)
2. εξοργισμένος, παράφορος, οργίλος, αυτός που βρίσκεται σε παροξυσμό οργής
αρχ.
1. αυτός που μοιάζει με μανία, που έχει τα συμπτώματα της μανίας («περιπνευμονίαι τε καὶ μανιώδεα νοσεύματα», Ιπποκρ.)
2. ανόητος («τοῡ Κλέωνος καίπερ μανιώδης οὖσα ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη», Θουκ.)
3. αυτός που κάνει μανιακό κάποιον.
επίρρ...
μανιωδώς (AM μανιωδῶς)
με μανιώδη τρόπο, με μανία, εμμανώς.