προσφύω: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>I.</b> <i>tr. (aux temps suiv. : prés., impf., f.</i> προσφύσω, <i>ao.</i> προσέφυσα) faire naître <i>ou</i> faire croître sur ; faire adhérer ; <i>fig.</i> établir fortement, confirmer, acc.;<br /><b>II.</b> <i>intr., aux temps suiv. : ao.2</i> προσέφυν > <i>part.</i> προσφύς, προσφῦσα, <i>pf.</i> προσπέφυκα, <i>et au Pass.-Moy.</i> προσφύομαι, <i>f.</i> προσφύσομαι;<br /><b>1</b> naître <i>ou</i> croître sur, τινι;<br /><b>2</b> être attaché <i>ou</i> s’attacher à, tenir fortement à, τινι ; <i>fig.</i> s’attacher à, s’appliquer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[φύω]]. | |btext=<b>I.</b> <i>tr. (aux temps suiv. : prés., impf., f.</i> προσφύσω, <i>ao.</i> προσέφυσα) faire naître <i>ou</i> faire croître sur ; faire adhérer ; <i>fig.</i> établir fortement, confirmer, acc.;<br /><b>II.</b> <i>intr., aux temps suiv. : ao.2</i> προσέφυν > <i>part.</i> προσφύς, προσφῦσα, <i>pf.</i> προσπέφυκα, <i>et au Pass.-Moy.</i> προσφύομαι, <i>f.</i> προσφύσομαι;<br /><b>1</b> naître <i>ou</i> croître sur, τινι;<br /><b>2</b> être attaché <i>ou</i> s’attacher à, tenir fortement à, τινι ; <i>fig.</i> s’attacher à, s’appliquer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[φύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[φύω]]<br />(συν. το μέσ.) <i>προσφύομαι</i><br />α) [[φυτρώνω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («τὰ δὲ κέρατα προσπέφυκε μᾱλλον τῷ δέρματι», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) [[είμαι]] [[δυνατά]] προσκολλημένος [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να φυτρώσει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνδέω]] [[κάτι]] [[στενά]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσαρμόζω]] [[στερεά]] («ταῡτ' ἀληθῆ... προσφύσω λόγῳ» — αυτά τα αληθινά θα βεβαιώσω, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (στον <b>Αριστοτ.</b> για [[κάθε]] εξωτερική [[αύξηση]] που δεν αποτελεί [[μέρος]] του οργανισμού) αναπτύσσομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («προσπέφυκε τῇ ὑστέρᾳ τὸ ᾠόν», <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
with fut. and aor. 1,
A cause to grow to: metaph., καὶ ταῦτ' ἀληθῆ . . προσφύσω λόγῳ will make sure, confirm, A.Supp.276; τοῦτο τῷ νῦν λόγῳ εὖ προσέφυσας Ar.Nu.372. II mostly in Pass., with aor. 2 and pf. Act. and fut. Med., grow to or upon, σῷ κέρατα κρατὶ προσπεφυκέναι E.Ba.921, cf. Pl.R.611d, Ti.45a; σοι ταῦτα προσφύσεται will accrue, Id.Ep.313d: freq. in Arist. of any after or adventitious growth which does not form part of the organism, π. τῇ ὑστέρᾳ τὸ ᾠόν, πρὸς τῇ ὑστέρᾳ, GA752a11, 754b17; τὰ κέρατα π. μᾶλλον τῷ δέρματι HA517a27, cf. LXX Da.7.20; προσπέφυκεν ὥσπερ τὰ φύματα Arist.GA772b29; of zoöphytes, HA487b11, 588b13; π. ταῖς πέτραις PA681b6; of tapeworms, HA551a11; of food, to be assimilated, Pr.864b8, 927a20. b to be attached, πλευραὶ προσπεφύκασι [τοῖς σφονδύλοις, sc. by joints] Hp.Art.45. 2 hang upon, cling to, τῷ προσφὺς ἐχόμην Od.12.433: abs., προσφῦσα Il.24.213; προσφὺς ὅπως τις ἀναρίτης Herod.Fr.11; of a fish, τὠγκίστρῳ ποτεφύετο Theoc.21.46; of leeches, Gal.8.265: metaph., π. τοῖς τοιούτοις consorts constantly with, Pl.Lg.728b; προσφύντες ἔχονται τοῦ χρυσίου they cling fast to it, Luc.Pisc.51, cf.Musc. Enc.3, etc.
German (Pape)
[Seite 787] (s. φύω), daran wachsen lassen, fest daran fügen, verbinden; übertr., ταῦτ' ἀληθῆ πάντα προσφύσω λόγῳ, Aesch. Suppl. 276, wie τοῦτό γέ τοι τῷ νυνὶ λόγῳ εὖ προσέφυσας, Ar. Nubb. 371, durch das Wort befestigen, bestätigen. – Häufiger im med. u. in den intrans. tempp., daran wachsen; σῷ κέρατε κρατὶ προσπεφυκέναι, Eur. Bacch. 919; ταῖς πέτραις προσπέφυκεν, Plut. de sol. anim. 30; sich fest daran halten, τῷ προσφὺς ἐχόμην, Od. 12, 433, daran festhangend hielt ich mich; προσφῦσα, fest daran haltend, Il. 24, 213; σκέλη χεῖρές τε ταύτῃ καὶ διὰ ταῦτα πᾶσι προσέφυ, Plat. Tim. 45 a; προσπεφυκότα τοῖς τοιούτοις, Legg. V, 728 b; Sp., δεῖ προσφύντα τοῖς πράγμασι συνοικειοῦν ἑαυτὸν ἑκάστῳ τῶν δρωμένων, Luc. de salt. 67; προσφύντες ἔχονται τοῦ χρυσίου, Piscat. 51.
Greek (Liddell-Scott)
προσφύω: μετὰ μέλλ. καὶ ἀορ. α', κάμνω τι νὰ φυτρώσῃ· μεταφορ., καὶ ταῦτ’ ἀληθῆ… προσφύσω λόγῳ, θὰ βεβαιώσω, Αἰσχύλ. Ἱκ. 276· τοῦτο... τῷ νυνὶ λόγῳ εὖ προσέφυσας Ἀριστοφ. Νεφ. 372. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., μετ’ ἀορ. β' καὶ πρκμ. ἐνεργ., μέλλοντος δὲ μέσου, φύομαι ἢ φυτρώνω ἐπί τινος, σῷ κέρατα κρατὶ προσπεφυκέναι Εὐρ. Βάκχ. 921, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 611D, Τίμ. 45Α· ταῦτά σοι προσφύσεται, θὰ φυτρώσουν ἐπάνω σου, Πλάτ. Ἐπιστ. 313D· - ἡ λέξις εἶναι συχνὴ παρ’ Ἀριστ. σημαίνουσα πᾶσαν αὔξησιν ἐξωτερικὴν μὴ ἀποτελοῦσαν μέρος τοῦ ὀργανισμοῦ, πρ. [τὸ ὠὸν] τῇ ὑστέρᾳ, πρὸς τὴν ὑστέραν π. Ζ. Μορ. 3. 2, 1., 3. 3, 6, κ. ἀλλ.· τὰ κέρατα πρ. μᾶλλον τῷ δέρματι 3. 9, 5· προσπέφυκεν ὥσπερ τὰ φύματα π. Ζ. Γεν. 4. 4, 41· ἐπὶ ζωοφύτων, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 18., 8. 1, 6· πρ. ταῖς πέτραις 4. 4, 34, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 49, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἑλμίνθων, π. τὰ Ζ. ἱστ. 5. 19, 4· ἐπὶ τροφῆς, ἀφομοιοῦμαι, Προβλ. 1. 42, 5., 21. 2· ― πρβλ. πρόσφυσις ΙΙ. 2) προσκολλῶμαι, τῷ προσφυὲς ἐχόμην Ὀδ. Μ. 433· καὶ ἀπολύτ., προσφῦσα Ἰλ. Ω. 413· οὕτως εἰς Πλάτ. Νόμ. 728Β, κτλ.· ἐπὶ ἰχθύων, τὠγκίστρῳ ποτεφυετο Θεόκρ. 21. 46· προσφύντες ἔχονται τοῦ χρυσίου, προσκολλῶνται εἰς τὸ χρ., Λουκ. Ἁλιεὺς 51, πρβλ. Μυίας Ἐγκώμ. 3, κτλ. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προσφύς, προσπλακείς».
French (Bailly abrégé)
I. tr. (aux temps suiv. : prés., impf., f. προσφύσω, ao. προσέφυσα) faire naître ou faire croître sur ; faire adhérer ; fig. établir fortement, confirmer, acc.;
II. intr., aux temps suiv. : ao.2 προσέφυν > part. προσφύς, προσφῦσα, pf. προσπέφυκα, et au Pass.-Moy. προσφύομαι, f. προσφύσομαι;
1 naître ou croître sur, τινι;
2 être attaché ou s’attacher à, tenir fortement à, τινι ; fig. s’attacher à, s’appliquer à, τινι.
Étymologie: πρός, φύω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ φύω
(συν. το μέσ.) προσφύομαι
α) φυτρώνω πάνω σε κάτι («τὰ δὲ κέρατα προσπέφυκε μᾱλλον τῷ δέρματι», Αριστοτ.)
β) είμαι δυνατά προσκολλημένος πάνω σε κάτι
αρχ.
1. κάνω κάτι να φυτρώσει
2. μτφ. συνδέω κάτι στενά με κάτι άλλο, προσαρμόζω στερεά («ταῡτ' ἀληθῆ... προσφύσω λόγῳ» — αυτά τα αληθινά θα βεβαιώσω, Αισχύλ.)
3. μέσ. (στον Αριστοτ. για κάθε εξωτερική αύξηση που δεν αποτελεί μέρος του οργανισμού) αναπτύσσομαι πάνω σε κάτι («προσπέφυκε τῇ ὑστέρᾳ τὸ ᾠόν», Αριστοτ.).