τρίσμακαρ: Difference between revisions
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=αρος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[τρισμακάριος]]. | |btext=αρος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[τρισμακάριος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[τρισευλογημένος]], αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει [[κανείς]] πολλές φορές («Ἰωσὴφ [[τρισμάκαρ]], κήδευσον τὸ [[σῶμα]] Χριστοῡ τοῡ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάκαρ]] «[[ευτυχής]], [[μακάριος]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾰρος, ὁ, ἡ, strengthd. for μάκαρ,
A thrice-blest, Od.6.154, 155, Ar.Pax1332, AP5.254.17 (Paul. Sil.), etc.:—the divided form τρὶς μάκαρ is supported by the phrase τρὶς μάκαρες καὶ τετράκις in Od.5.306 (τρισμάκαρες codd.), cf. Hes.Fr.81.7 and τρισμακάριστος.
German (Pape)
[Seite 1147] αρος, das verstärkte μάκαρ, dreimal, sehr, höchst glückselig; Od. 6, 154. 155; τρισμάκαρες καὶ τετράκις, 5, 306; sp. D., wie Mel. 7 (XII, 52); auch Luc. Vit. auct. 12.
French (Bailly abrégé)
αρος (ὁ, ἡ)
c. τρισμακάριος.
Greek Monolingual
-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
τρισευλογημένος, αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει κανείς πολλές φορές («Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, κήδευσον τὸ σῶμα Χριστοῡ τοῡ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μάκαρ «ευτυχής, μακάριος»].