πρωτοπήμων: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />qui est la source des maux.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[πῆμα]].
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />qui est la source des maux.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[πῆμα]].
}}
{{grml
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που για πρώτη [[φορά]] ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί [[ζημιά]] ή [[κακό]] σε κάποιον, ο [[πρώτος]] [[αίτιος]] ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ [[αἰσχρόμητις]] [[τάλαινα]] παρακοπὰ [[πρωτοπήμων]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πήμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πῆμα]] «[[συμφορά]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-[[πήμων]].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοπήμων Medium diacritics: πρωτοπήμων Low diacritics: πρωτοπήμων Capitals: ΠΡΩΤΟΠΗΜΩΝ
Transliteration A: prōtopḗmōn Transliteration B: prōtopēmōn Transliteration C: protopimon Beta Code: prwtoph/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (πῆμα)

   A first cause of ill, A.Ag.223 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 805] ονος, zuerst od. zumeist schadend, Aesch. Ag. 216.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοπήμων: -ονος, ὁ, ἡ, (πῆμα) ὁ πρῶτος αἴτιος τοῦ κακοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 224.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui est la source des maux.
Étymologie: πρῶτος, πῆμα.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που για πρώτη φορά ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί ζημιά ή κακό σε κάποιον, ο πρώτος αίτιος ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -πήμων (< πῆμα «συμφορά»), πρβλ. πολυ-πήμων.