θηρίον: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>sans idée de dimin.</i> bête :<br /><b>1</b> bête féroce <i>ou</i> sauvage;<br /><b>2</b> bête <i>p. opp. aux hommes, aux oiseaux et aux poissons</i>;<br /><b>3</b> bête, animal <i>en gén.</i><br /><b>4</b> fig. <i>en mauv. part</i> bête monstrueuse <i>ou</i> vile : [[τί]] δ’ [[εἰ]] [[αὐτοῦ]] [[τοῦ]] θηρίου ἀκηκόατε ; ESCHN et que serait-ce, si vous aviez entendu le monstre lui-même ?<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>sans idée de dimin.</i> bête :<br /><b>1</b> bête féroce <i>ou</i> sauvage;<br /><b>2</b> bête <i>p. opp. aux hommes, aux oiseaux et aux poissons</i>;<br /><b>3</b> bête, animal <i>en gén.</i><br /><b>4</b> fig. <i>en mauv. part</i> bête monstrueuse <i>ou</i> vile : [[τί]] δ’ [[εἰ]] [[αὐτοῦ]] [[τοῦ]] θηρίου ἀκηκόατε ; ESCHN et que serait-ce, si vous aviez entendu le monstre lui-même ?<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]].
}}
{{Autenrieth
|auten=[[wild]] [[animal]], [[beast]]; [[μέγα]] [[θηρίον]], of a [[stag]], Od. 10.171.
}}
}}

Revision as of 15:28, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρίον Medium diacritics: θηρίον Low diacritics: θηρίον Capitals: ΘΗΡΙΟΝ
Transliteration A: thēríon Transliteration B: thērion Transliteration C: thirion Beta Code: qhri/on

English (LSJ)

τό (in form Dim. of θήρ),

   A wild animal, esp. of such as are hunted, μάλα γὰρ μέγα θηρίον ἦεν, of a stag, Od.10.171, 180 (never in Il.); in Trag. only in Satyric drama, S.Ichn.147 (dub. in A.Fr.26): used in Prose for θήρ, X.An.1.2.7, Isoc.12.163, etc.; of the spider's prey, Arist.HA623a27; freq. of elephants, Plb.11.1.12, al.: pl., beasts, opp. men, birds, and fishes, h.Ven.4, Hdt.3.108.    2 generally, animal, Id.1.119; νενόμισται πῦρ θ. εἶναι ἔμψυχον Id.3.16; of men, ἄνθρωπος πάντων θ. θεειδέστατον Antipho Soph.48; εἰς θηρίου βίον ἀφικνεῖσθαι Pl.Phdr.249b; also θ. ὕειον Id.R.535e; of the dog, Theoc.25.79; of fishes, Arist.HA598b1; of eels, Antiph.147.7; of leeches, IG4.951.101 (Epid.); of other small creatures, Arist.HA 552b11, 625b32, Hp. ap. Gal.19.103, Theoc.19.6; οὐκ ἔστιν οὐδὲν θ. τῶν ἰχθύων ἀτυχέστερον Antiph.161.1; opp. plants, Pl.Smp.188b: prov., ἢ θηρίον ἢ θεός, either above or below the nature of man, Arist. Pol.1253a29, cf. EN1145a25.    3 beast, esp. as hostile and odious to man, θηρία τε καὶ βοτά carnivora and graminivora, Pl.Mx.237d; monster, creature, of sharks, etc., Hdt.6.44; of Typhon, etc., Pl. Phdr.230a, R.588e; of the Satyrs, S.Ichn. l.c.; ταυτὶ ποδαπὰ τὰ θ.; Ar.Nu.184, cf. Av.93.    b poisonous animal, Dsc.1.75, Act.Ap. 28.4.    II Medic.,= θηρίωμα, Hp.Coac.459, Loc.Hom.29, cf. Gal. l.c.    III as a term of reproach, beast, creature, ὦ δειλότατον σὺ θηρίον Ar.Pl.439, cf. Eq.273; κόλακι, δεινῷ θηρίῳ Pl.Phdr.240b; Κρῆτες, κακὰ θ. Epimenid.1; δυσνουθέτητον θ., of poverty, Men. Georg.78; ἡ μουσικὴ ἀεί τι καινὸν θηρίον τίκτει Anaxil.27, cf. Eup.132; τί δέ, εἰ αὐτοῦ τοῦ θηρίου ἠκούσατε; said by Aeschines of Demosthenes, Plin.Ep.2.3.10; θ. συνεστιώμενον, of woman, Secund. Sent.8.    IV Astron., the constellation Lupus, Eudox. ap. Hipparch. 1.2.20, Vett. Val.6.13.

German (Pape)

[Seite 1209] τό, der Form nach dim. von θήρ, aber in der attischen Prosa die gew. Form dafür; schon Hom. sagt von einem Hirsche μάλα γὰρ μέγα θηρίον ἦεν, Od. 10, 171. 180; θ ηρία πάντα H. h. 4, 4; Plat. stellt Rep. IX, 571 d ἄνθρωποι καὶ θεοὶ καὶ θηρία, Men. 237 d θηρία τε καὶ βοτά zusammen; vom Wlde, Aesch. Ch. 230; oft bei Xen., z. B. Cyr. 1, 4, 16; von schädlichen, reißenden Thieren, ἄγριον Her. 6, 44; Isocr. 1 2, 121; Plut. oft, von Elephanten, Pol. 11, 1, 12; D. Sic.; – μικρά Xen. Cyr. 1, 6, 39; von Fischen, Arist. H. A. 8, 13; von der Biene, τυτθὸν θηρίον Theocr. 19, 6. Auch Eingeweidewürmer. – Bei den Rednern, wie Din. 3, 19 u. öfter, als Schimpfwort; vgl. Ar. Nubb. 184 Pl. 439. – Bei den Aerzten ein böses Geschwür, nach Hesych. = καρκίνος.

Greek (Liddell-Scott)

θηρίον: τό, κατὰ τύπον ὑποκορ. τοῦ θήρ, ἀλλὰ κατὰ τὴν χρῆσιν ἰσοδύναμον αὐτῷ, = ἄγριον θηρίον, ἄγριον ζῷον, ἰδίως ἐπὶ τῶν θηρευομένων, μάλα γὰρ μέγα θηρίον ἦεν, ἐπὶ ἐλάφου, Ὀδ. Κ. 171, 180 (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.)· πράγματι δὲ εἶναι ὁ πεζὸς τύπος τοῦ θήρ, ἀλλά, ὡς ἡ λέξ. παιδίον, οὐδαμοῦ εὕρηται παρὰ Τραγ. (διότι τὰ Ἀποσπάσματα τοῦ Εὐριπ. τὰ προσαγόμενα ὡς παραδείγματα τοῦ ἐναντίου εἶναι νόθα): ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἡρόδ. 6. 44, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 7, Ἰσοκρ. 267Β, κτλ.· ἀλλά, θ. ὕειον Πλάτ. Πολ. 535Ε· ἐπὶ κυνός, Θεόκρ. 25. 79: - ἐν τῷ πληθ., κτήνη, ζῷα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἀνθρώπους, πτηνὰ καὶ ἰχθῦς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 4, Ἡρόδ. 3. 108· ἄγρια θηρία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ βοτά, βοσκήματα, Πλάτ. Μενεξ. 237D·- παροιμ., ἢ θηρίονθεός, ἢ κατώτερον ἢ ἀνώτερον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 14, πρβλ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 2· οὕτως, εἰς θηρίου βίον ἀφικνεῖσθαι Πλάτ. Φαίδρ. 249Β. 2) συνώνυμον τῷ ζῷον, Ἡρόδ. 1. 119· νενόμισται πῦρ εἶναι ἔμψυχον ὁ αὐτ. 3. 16· ἔτι καὶ ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ι. Ζ. 8. 13, 7, Ἀντιφάν. Λυκ. 1. 7· οὐκ ἔστιν οὐδὲν θ. τῶν ἰχθύων ἀτυχέστερον ὁ αὐτ. ἐν Μοιχ. 1· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ φυτά, Πλάτ. Συμπ. 188Β. 3) δηλητηριῶδες ζῷον, ἑρπετόν, ὄφις (ἴδε θηριακός), Διοσκ. 1. 135, Πράξ. Ἀποσπ. κη΄, 4. ΙΙ. ὡσαύτως ὡς πράγματι ὑποκορ., μικρὸν ζῷον, ζῳύφιον, ἔντομον, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 39, 6· ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ μελισσῶν, Θεόκρ. 19. 6· ἐπὶ ἑλμίνθων, Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙΙ. ὡς ἰατρικὸς ὅρος, = θηρίωμα, Ἱππ. Κωακ. 192. IV. ὡς ἐπίπληξιςὄνειδος, κτῆνος! ὡς τὸ Λατ. bellua ἢ τὸ Γαλλ. bête, ὦ δειλότατον σὺ θηρίον Ἀριστοφ. Πλ. 439, πρβλ. Ἱππ. 274, Νεφ. 184· κόλακι, δεινῷ θηρίῳ Πλάτ. Φαίδρ. 240Β· ἡ πενία καλεῖται βαρύτατον θ., Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 497· περὶ δὲ τῆς μουσικῆς λέγεται αεί τι καινὸν θηρίον τίκτειν Ἀναξίλ. Ὑακ. 1· τί δ’, εἰ αὐτοῦ τοῦ θηρίου ἀκηκόατε; ἔλεγεν ὁ Αἰσχίνης περὶ τοῦ Δημοσθένους, Πλίν. Ἐπιστ. 2. 3.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sans idée de dimin. bête :
1 bête féroce ou sauvage;
2 bête p. opp. aux hommes, aux oiseaux et aux poissons;
3 bête, animal en gén.
4 fig. en mauv. part bête monstrueuse ou vile : τί δ’ εἰ αὐτοῦ τοῦ θηρίου ἀκηκόατε ; ESCHN et que serait-ce, si vous aviez entendu le monstre lui-même ?
Étymologie: θήρ.

English (Autenrieth)

wild animal, beast; μέγα θηρίον, of a stag, Od. 10.171.