μεθέλκω: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=tirer en arrière, ramener en tirant, retirer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἕλκω]]. | |btext=tirer en arrière, ramener en tirant, retirer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἕλκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεθέλκω]] (ΑM Α και [[μεθελκύω]])<br /><b>1.</b> [[έλκω]], [[σύρω]] ή [[τραβώ]] [[κάτι]] [[προς]] το [[άλλο]] [[μέρος]], [[διευθύνω]] [[κάτι]] εδώ και [[εκεί]], [[εκτρέπω]], [[παρεκτρέπω]], [[περισπώ]]<br /><b>2.</b> [[σύρω]] ή [[τραβώ]] [[κάτι]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, ιδιοποιούμαι, [[οικειοποιούμαι]] [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τραβώ]] την [[προσοχή]], [[προσελκύω]] («τῶν ὀφθαλμῶν ὡς [[ῥόδον]] τε τὴν ὄσφρησιν μεθέλκει (ενν. τὸ [[πρόσωπον]] τῆς κόρης)», Διγεν.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[σχοινί]] ή [[χορδή]]) [[χαλαρώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τέρπω]], [[διασκεδάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἕλκω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>παρ</i>-[[έλκω]], <i>προσ</i>-[[έλκω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
A draw to the side, ἡνίας APl.5.384,386; divert, τινὰ ἀπό τινος Ph.2.224:—Pass., ὑπό τινος Id.1.387; of cupping instruments, -έσθωσαν βιαίως ἄνω τε καὶ κάτω Orib.Fr.74.
German (Pape)
[Seite 111] (s. ἕλκω), weg-, hinüberziehen, anderswohin, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεθέλκω: ἕλκω πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἡνίας Ἀνθ. Πλαν. 384, 386. - Παθ., Φίλων 1. 387.
French (Bailly abrégé)
tirer en arrière, ramener en tirant, retirer.
Étymologie: μετά, ἕλκω.
Greek Monolingual
μεθέλκω (ΑM Α και μεθελκύω)
1. έλκω, σύρω ή τραβώ κάτι προς το άλλο μέρος, διευθύνω κάτι εδώ και εκεί, εκτρέπω, παρεκτρέπω, περισπώ
2. σύρω ή τραβώ κάτι προς το μέρος μου, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι κάτι
μσν.
1. τραβώ την προσοχή, προσελκύω («τῶν ὀφθαλμῶν ὡς ῥόδον τε τὴν ὄσφρησιν μεθέλκει (ενν. τὸ πρόσωπον τῆς κόρης)», Διγεν.)
2. (σχετικά με σχοινί ή χορδή) χαλαρώνω
αρχ.
1. τέρπω, διασκεδάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἕλκω (πρβλ. παρ-έλκω, προσ-έλκω)].