εὐσύμβολος: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>anc. att.</i> [[εὐξύμβολος]];<br />ος, ον :<br /><b>I.</b> facile à rassembler, <i>d’où</i><br /><b>1</b> facile à conjecturer, d’une signification claire;<br /><b>2</b> d’un commerce facile, abordable ; droit, honnête, loyal;<br /><b>II.</b> de bon augure.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συμβάλλω]]. | |btext=<i>anc. att.</i> [[εὐξύμβολος]];<br />ος, ον :<br /><b>I.</b> facile à rassembler, <i>d’où</i><br /><b>1</b> facile à conjecturer, d’une signification claire;<br /><b>2</b> d’un commerce facile, abordable ; droit, honnête, loyal;<br /><b>II.</b> de bon augure.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συμβάλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐσύμβολος]] και εὐξύμβολος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μαντεύεται ή εξηγείται εύκολα («εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που προμηνύει [[κάτι]] καλό, ο [[ευοίωνος]], ο [[αίσιος]]<br /><b>3.</b> [[έντιμος]] στις συναλλαγές<br /><b>4.</b> αυτός με τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να έλθει σε συμβιβασμό εύκολα ανάλογα με τις συνθήκες («εὐξύμβολοι δίκαι» — δίκες στις οποίες παρέχεται εύκολη [[διαιτησία]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που συνεισφέρει τη [[συμβολή]] του εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσυμβόλως</i> (Α)<br />με τρόπο ευοίωνο, αίσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>σύμ</i>-<i>βολον</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>συμ</i>-[[βάλλω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
old Att. εὐξ-, ον,
A easy to divine or understand, εὐξ. τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι A.Ch.170, cf. D.C.40.17. II easy to deal with, honest, upright, X.Mem.2.6.5; εὐξ. δίκαι suits which afford easy arbitration, A.Supp.701 (lyr.). Adv.εὐξυμβόλως Poll.5.139. 2 readily contributing one's συμβολή, Antipho Soph.74. III affording a good omen, auspicious, πρός τι Plu.Demetr.12, cf. Ael.NA3.9, Hld.9.25. Adv. -λως Sch.Pi.I.6(5).67.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσύμβολος: ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβολος, ον, εὐκόλως μαντευόμενος ἢ κατανοούμενος (πρβλ. συμβάλλω ΙΙΙ. 2), εὐξ. τόδ’ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Αἰσχύλ. Χο. 170, πρβλ. Δίωνα Κ. 40. 17. ΙΙ. μεθ’ οὗ εὐκόλως τις συμβάλλεται, ἔρχεται εἰς δοσοληψίας, τίμιος, ἀκέραιος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 5· προάγων τὸ ἐμπόριον, εὐξ. δίκαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 701. 2) εὐκόλως συνεισφέρων τὴν συμβολὴν αὑτοῦ, «εὐσύμβολος: ἀντὶ τοῦ ῥᾳδίως καὶ εὖ συμβάλλων, τουτέστιν ἀγαθὸς συμβάλλειν, Ἀντιφῶν Πολιτικῷ» Ἁρποκρ. ΙΙΙ. εὐοίωνος, Πλουτ. Δημήτρ. 12, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9. - Ἐπίρρ. -λως, μνημονεύεται ἐκ τῶν εἰς Πίνδ. Σχολίων.
French (Bailly abrégé)
anc. att. εὐξύμβολος;
ος, ον :
I. facile à rassembler, d’où
1 facile à conjecturer, d’une signification claire;
2 d’un commerce facile, abordable ; droit, honnête, loyal;
II. de bon augure.
Étymologie: εὖ, συμβάλλω.
Greek Monolingual
εὐσύμβολος και εὐξύμβολος, -ον (Α)
1. αυτός που μαντεύεται ή εξηγείται εύκολα («εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι», Αισχύλ.)
2. εκείνος που προμηνύει κάτι καλό, ο ευοίωνος, ο αίσιος
3. έντιμος στις συναλλαγές
4. αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος να έλθει σε συμβιβασμό εύκολα ανάλογα με τις συνθήκες («εὐξύμβολοι δίκαι» — δίκες στις οποίες παρέχεται εύκολη διαιτησία, Αισχύλ.)
5. αυτός που συνεισφέρει τη συμβολή του εύκολα.
επίρρ...
εὐσυμβόλως (Α)
με τρόπο ευοίωνο, αίσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σύμ-βολον (< συμ-βάλλω)].