ἀλείφω: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀλείψω, <i>ao.</i> [[ἤλειψα]], <i>pf.</i> [[ἀλήλιφα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ἠλείφθην]], <i>pf.</i> [[ἀλήλιμμαι]];<br /><b>1</b> graisser, oindre ; préparer à la lutte ; préparer <i>en gén.</i><br /><b>2</b> enduire <i>en gén. (de cire, de fard, etc.)</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀλείφομαι (<i>f.</i> ἀλείψομαι, <i>ao.</i> ἠλειψάμην) s’enduire soi-même.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., R. Λιπ graisser.
|btext=<i>f.</i> ἀλείψω, <i>ao.</i> [[ἤλειψα]], <i>pf.</i> [[ἀλήλιφα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ἠλείφθην]], <i>pf.</i> [[ἀλήλιμμαι]];<br /><b>1</b> graisser, oindre ; préparer à la lutte ; préparer <i>en gén.</i><br /><b>2</b> enduire <i>en gén. (de cire, de fard, etc.)</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀλείφομαι (<i>f.</i> ἀλείψομαι, <i>ao.</i> ἠλειψάμην) s’enduire soi-même.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., R. Λιπ graisser.
}}
{{Autenrieth
|auten=([[λίπα]]), aor. [[ἤλειψα]] and ἀλ., [[mid]]. ἀλειψάμην: [[anoint]], [[usually]] λίπ' ἐλαίῳ, [[but]] of smearing [[with]] [[wax]], Od. 12.200.
}}
}}

Revision as of 15:22, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλείφω Medium diacritics: ἀλείφω Low diacritics: αλείφω Capitals: ΑΛΕΙΦΩ
Transliteration A: aleíphō Transliteration B: aleiphō Transliteration C: aleifo Beta Code: a)lei/fw

English (LSJ)

Hdt.3.8, etc.: fut.

   A -ψω LXX Ex.40.15, (ἐξ-) E.IA1486, Pl.R.386c: aor. ἤλειψα Hom., Att., Ep. ἄλειψα Od.12.177: pf. ἀλήλῐφα (ἀπ-) D.52.2):—Med., fut. -ψομαι Th.4.68: aor. ἠλειψάμην Att., Ep. ἀλ- Il.14.171:—Pass., fut. ἀλειφθήσομαι (ἐξ-) D.25.73: aor. 1 ἠλείφθην Hp.Morb.4.54, Pl.Ly.217c, etc.: aor. 2 ἐξ-ηλίφην v.l. in Pl.Phdr.258b, (ἀπ-) D.C.55.3: pf ἀλήλιμμαι Th.4.68, (ἐξ-, ὑπ-) D.25.70, X.Oec.10.6 (-ει- is freq. found in pf. forms in codd.): (ἀ-, euph., λιπ-, cf. λίπος):—anoint the skin with oil, as was done after bathing, Act.referring to another, Med. to oneself, λοῦσαι κέλετ' ἀμφί τ' ἀλεῖψαι Il.24.582; Hom. elsewh. always adds λίπα or λίπ' ἐλαίῳ (v. sub λίπα), πάντα λοέσσατο καὶ λίπ' ἄλειψεν Od.6.227; λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ' ἐλαίῳ Il.10.577, cf. 14.171, 18.350: later of anointing for gymnastic exercises, λίπα μετὰ τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο Th.1.6; generally, λίπα ἀλείφεσθαι Id.4.68; βακκάρι ῥῖνας Hippon.41; of anointing the sick, Men.Georg.60, cf. Ep.Jac.5.14.    2 supply oil for gymnasts, ἀλειφούσης τῆς πόλεως CIG (add.) 1957g (Maced.); ἀ. πανήγυριν, ἔθνη, Inscr.Magn.163, OGI533.47 (Ancyra); οἱ -όμενοι youths undergoing gymnastic training, ib. 339.72 (Sestos), etc.; οἱ ἀ. ἐν τῷ γυμνασίῳ ib.764.5 (Pergam.), al.; ἀλείφεσθαι παρά τινι to attend a gymnastic school, Arr.Epict.1.2.26.    3 polish, τράπεζαν Diph.74; δακτύλιον Thphr.Char.21; ἀγάλματα Artem.2.33.    4 metaph., prepare as if for gymnastics, encourage, stimulate, instigate, Demad.17, Pl. ap. D.L.4.6; ἐπὶ τὴν πολιτικὴν ἀγωνίαν Phld.Rh.2.59 S.; τινὰ ἐπὶ τὸν Κλώδιον App.BC2.16, cf. Plu.Them.3; τινὰ κατά τινος Ph.1.549; τινὰ ἐπὶ φαρμακείαν App.Mac.11.7:—Pass., τοὺς -ομένους ἐπί τι Phld.Rh.2.158 S.    II daub, plaster, besmear, οὔατα ἀλεῖψαι stop up ears, Od.12.47,177,200; ἀ. αἵματι Hdt.3.8; μίλτῳ X.Oec.10.5; ψιμυθίῳ Pl.Ly.217d; κυανῷ Paus.5.11.5.

German (Pape)

[Seite 92] (λίπος), salben; Hom. sechsmal, Iliad. 14, 171. 175 ἀλείψατο δὲ λίπ' ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ ἑδανῷ, τό ῥά οἱ τεθυωμένον ἦεν· .... τῷ ῥ' ἥ γε χρόα καλὸν ἀλειψαμένη, 10, 577 τὼ δὲ λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ' ἐλαίῳ; in derselben Bedeutung, sich salben, das act. Od 6, 227 πάντα λοέσσατο καὶ λίπ' ἄλειψεν, ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσατο; einen Anderen, Od. 19, 505 νίψεν τε καὶ ἤλειψεν λίπ' ἐλαίῳ, Iliad. 18, 350 λοῦσάν τε καὶ ἤλειψαν λίπ' ἐλαίῳ; – Thuc. 1, 6 λίπα μετὰ τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο, vgl. 4, 68; Plat. übh. bestreichen, χρώματι τρίχας ψιμυθίῳ Lys. 217 c. d; ἀλείφει αἵματι λίθους Her. 3, 8; μίλτῳ Xen. Oec. 10, 5; Sp. bes. zum Ringkampf salben, Inscr. 108; dah. allgemein: vorbereiten, anreizen, ἤλειφεν ἑαυτὸν ἐπὶ μείζονας ἀγῶνας Plut. Them. 3, vgl. Demod. 17. – Perf. pass. ἀλήλιμμαι Luc. Alex. 30, ἀλήλειπται Pisc. 24, 36; LXX. auch ἤλειμμαι; neben ἠλείφθην ἐξηλίφην; vgl. die composita u. Lob. Phryn. 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλείφω: Ἡρόδ., Ἀττ.: μέλλ. -ψω (ἐξ-), Εὐρ. Ι.Α. 1486. Πλάτ.: ἀόρ. ἤλειψα, Ὅμ., Ἀττ., Ἐπ. ἄλειψα, Ὀδ. Μ.177: πρκμ. ἀλήλῐφα (ἀπ-), Δημ. 1243, ἐν τέλ. (ἐξ-), Ἀριστείδ.: - Μέσ. μέλλ. -ψομαι, Θουκ. 4. 68· ἀόρ. ἠλειψάμην, Ἀττ., Ἐπ., ἀλ-, Ἰλ. Ξ. 171. - Παθ. μέλλ. ἀλειφθήσομαι (ἐξ-), Δημ. 792. 4: ἀόρ. α΄ ἠλείφθην, Ἱππ. 514. 6, Πλάτ. Λύσ. 217C. (ἐξ-), Εὐρ., κτλ., ἀλλ’ ἀόρ. β΄ ἐξηλίφην ἀναγινώσκεται ἐκ χειρογράφ. ὑπὸ Βεκκ. ἐν Πλάτ. Φαίδρ. 258Β, πρβλ. Ἰωσήπ. Α. Ἰ. 17.12, 2, Δίωνα Κ. 55. 13: πρκμ. ἀλήλιμμαι, Θουκ. 4. 68 (ἐξ-, ὑπ-). Δημ. 791. 13, Ξεν. Οἰκ. 10, 6. - Οἱ τύποι τοῦ πρκμ. ἀλήλειφα, ἀλήλειμμαι, εἴληφα, εἴλημμαι ἀπαντῶσιν ἐν χειρογρ., ἴδε Ἀριστ. Ἰ. Ζ. 5, 19. 8., 5. 23, 3, Πλουτ. Μάρκελλ. 17, Λουκ. Ἁλ. 24 καὶ 36, κτλ. (Ἐκ √ΛΙΠ μὲ προθεματικὸν α· ἴδε ἐν λέξ. λίπος). Ἀλείφω ἢ χρίω δι’ ἐλαίου, ἀλείφω τὸ δέρμα, ὡς ἔπραττον μετὰ τὸ λουτρόν, καὶ τὸ μὲν ἐνεργ. παριστᾷ τὴν πρᾶξιν γινομένην ἐπὶ ἑτέρου, τὸ δὲ μέσον ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ ὑποκειμένου, λοῦσαι κέλετ’ ἀμφί τ’ ἀλεῖψαι, Ἰλ. Ω. 582, ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. ἀλλαχοῦ ἀείποτε προσθέτει λίπα ἢ λίπ’ ἐλαίω, (ἴδε ἐν λ. λίπα), πάντα λοέσσατο καὶ λίπ’ ἄλειψεν, Ὀδ. Ζ. 227· λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ’ ἐλαίῳ, Ἰλ. Κ. 577· πρβλ. Ξ. 171, Σ. 350· λέγεται ἐπὶ τῆς ἕξεως τοῦ ἀλείφεσθαι πρὸς γυμνικὰς ἀσκήσεις, λίπα μετὰ τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο, Θουκ. 1. 6· λίπα γὰρ ἀλείψεσθαι, ὁ αὐτ. 4. 68. 2) χορηγῶ τὸ ἔλαιον διὰ τοὺς γυμναστάς, ἀλειφούσης τῆς πόλεως, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 1957g, πρβλ. 2820Α, 3616 -17, καὶ ἀλλ.: - Παθ. οἱ ἀλειφόμενοι, οἱ ἐν τοῖς γυμνασίοις νέοι, οἱ ἀσκούμενοι διὰ τοὺς ἀγῶνας, αὐτόθι 108b, 256, 1183, καὶ ἀλλ., ἀλείφεσθαι παρά τινι, φοιτᾶν εἰς τὸ γυμνάσιόν τινος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1, 2, 26· πρβλ. ἀλείπτης, 2. 3) ἑτοιμάζω ὡς εἰς γυμνικοὺς ἀγῶνας, παραθαρρύνω, παρορμῶ, Δημάδ. 180, 29, Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 4. 6· ἤλειφεν [ἑαυτὸν] ἐπὶ τὸν Κλώδιον, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 16· πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 3· πρβλ. ἀλείπτης, 2. II. ὡς τὸ ἐπαλείφω, παρ’ Ὁμ., καθόλου, χρίω, ἐπιχρίω, κονιῶ δι’ ἀσβέστου, ἀσπρίζω, κλείω δι’ ἐπιχρίσματος, βύω, Λατ. linere· οὔατα ἀλεῖψαι, βῦσαι τὰ ὦτα, Ὀδ. Μ. 47.177, 200· ἀλ. αἵματι, Ἡρόδ. 3. 8· μίλτῳ, Ξεν. Οἰκ. 10.5· ψιμυθίῳ, Πλάτ. Λύσ. 217D. III. ἐξαλείφω, ἀπαλείφω· πρβλ. ἀλοιφή III.

French (Bailly abrégé)

f. ἀλείψω, ao. ἤλειψα, pf. ἀλήλιφα;
Pass. ao. ἠλείφθην, pf. ἀλήλιμμαι;
1 graisser, oindre ; préparer à la lutte ; préparer en gén.
2 enduire en gén. (de cire, de fard, etc.);
Moy. ἀλείφομαι (f. ἀλείψομαι, ao. ἠλειψάμην) s’enduire soi-même.
Étymologie: ἀ- prosth., R. Λιπ graisser.

English (Autenrieth)

(λίπα), aor. ἤλειψα and ἀλ., mid. ἀλειψάμην: anoint, usually λίπ' ἐλαίῳ, but of smearing with wax, Od. 12.200.