μυστηριώδης: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />de nature mystérieuse.<br />'''Étymologie:''' [[μυστήριον]]. | |btext=ης, ες :<br />de nature mystérieuse.<br />'''Étymologie:''' [[μυστήριον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (ΑΜ [[μυστηριώδης]], -ῶδες) [[μυστήριον]]<br />[[ακατανόητος]], [[ακατάληπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ενεργεί ή γίνεται με [[μυστικό]] και απόκρυφο τρόπο («μυστηριώδεις συνεννοήσεις»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[φάρμακο]]) αυτό του οποίου η [[σύσταση]] τηρείται μυστική. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μυστηριωδώς]] (Α μυστηριωδῶς)<br />με μυστηριώδη τρόπο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like mysteries, τελεταί Plu.2.10e, cf. 996b; διαπράττεσθαι τὰ μ. πράγματα (euphem.) Steph.in Hp.1.100 D.; of a remedy, Alex.Trall.1.15.
German (Pape)
[Seite 223] ες, mysterienartig, Plut. de esu carn. 1 E.
Greek (Liddell-Scott)
μυστηριώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς μυστήριον, μυστηριώδης, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 996Β.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de nature mystérieuse.
Étymologie: μυστήριον.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ μυστηριώδης, -ῶδες) μυστήριον
ακατανόητος, ακατάληπτος
νεοελλ.
αυτός που ενεργεί ή γίνεται με μυστικό και απόκρυφο τρόπο («μυστηριώδεις συνεννοήσεις»)
αρχ.
(για φάρμακο) αυτό του οποίου η σύσταση τηρείται μυστική.
επίρρ...
μυστηριωδώς (Α μυστηριωδῶς)
με μυστηριώδη τρόπο.