προσχαρίζομαι: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=complaire à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[χαρίζομαι]]. | |btext=complaire à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[χαρίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br />[[κάνω]] [[κάτι]] για [[χάρη]] κάποιου<br />/ <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρίζω]] [[κάτι]] σε κάποιον ή [[ικανοποιώ]] κάποιον («τῇ... γαστρὶ αὐτῶν ἐπὶ ταῑς ἐπιθυμίαις προσχαριζόμενος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποδέχομαι]] την [[αλήθεια]] κάποιου («Θετταλοῑς μυθώδεις λόγους προσχαριζόμενος... φησίν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δωρίζω]] [[κάτι]] επί [[πλέον]] σε κάποιον<br /><b>4.</b> [[θυσιάζω]] [[κάτι]] για [[χάρη]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χαρίζομαι]] (<span style="color: red;"><</span> [[χάρις]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A gratify or satisfy, τῇ γαστρί X.Oec.13.9; stretch a point in one's favour, BGU1141.30 (i B.C.), Luc.DMeretr.9.5; concede the truth of, τοῖς Θετταλοῖς μυθώδεις λόγους Str.7.7.12. II gratify besides, Ath.Naucr. ap. Ath.5.211b. III sacrifice something for the sake of something, τῶν πτερυγωμάτων τι τῇ μήτρᾳ Sor. 2.89.
German (Pape)
[Seite 789] dep. med., zu Gefallen thun, willfahren; τῇ γαστρί, Xen. Oec. 13, 9; Sp., τί τινι, Luc. D. Meretr. 9, 5. dep. med., zu Gefallen thun, willfahren; τῇ γαστρί, Xen. Oec. 13, 9; Sp., τί τινι, Luc. D. Meretr. 9, 5.
Greek (Liddell-Scott)
προσχᾰρίζομαι: ἀποθ., χαρίζομαι προσέτι, τῇ γαστρὶ Ξεν. Οικ. 3. 9· τινί τι, δωροῦμαι προσέτι, Στράβ. 329, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 9. 5, Ἀθήν. 211, κτλ.
French (Bailly abrégé)
complaire à, τινι.
Étymologie: πρός, χαρίζομαι.
Greek Monolingual
ΜΑ
κάνω κάτι για χάρη κάποιου
/ αρχ.
1. χαρίζω κάτι σε κάποιον ή ικανοποιώ κάποιον («τῇ... γαστρὶ αὐτῶν ἐπὶ ταῑς ἐπιθυμίαις προσχαριζόμενος», Ξεν.)
2. αποδέχομαι την αλήθεια κάποιου («Θετταλοῑς μυθώδεις λόγους προσχαριζόμενος... φησίν», Στράβ.)
3. δωρίζω κάτι επί πλέον σε κάποιον
4. θυσιάζω κάτι για χάρη κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χαρίζομαι (< χάρις)].