καρύκινος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />qui a une couleur de civet, une couleur rouge foncé.<br />'''Étymologie:''' [[καρύκη]]. | |btext=η, ον :<br />qui a une couleur de civet, une couleur rouge foncé.<br />'''Étymologie:''' [[καρύκη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καρύκινος]], -ίνη, -ον (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της καρύκης, βαθυκόκκινος («[[οὔτε]] φοινικίδων [[οὔτε]] καρυκίνων ἱματίων», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρύκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ακάνθ</i>-<i>ινος</i>, <i>φοίνικ</i>-<i>ινος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A of the colour of καρύκη, dark-red, X.Cyr.8.3.3.
German (Pape)
[Seite 1331] von der Farbe der καρύκη, blutfarbig, dunkelroth; Xen. Cyr. 8, 3, 2; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρύκῐνος: -η, -ον, ἔχων τὸ χρῶμα τῆς καρύκης, δηλ. βαθὺ κόκκινον, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 3.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui a une couleur de civet, une couleur rouge foncé.
Étymologie: καρύκη.
Greek Monolingual
καρύκινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα της καρύκης, βαθυκόκκινος («οὔτε φοινικίδων οὔτε καρυκίνων ἱματίων», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ακάνθ-ινος, φοίνικ-ινος)].