προεισφορά: Difference between revisions
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />paiement anticipé de l’impôt ; avance de l’impôt pour qqn.<br />'''Étymologie:''' [[προεισφέρω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />paiement anticipé de l’impôt ; avance de l’impôt pour qqn.<br />'''Étymologie:''' [[προεισφέρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ [[προεισφέρω]]<br /><b>1.</b> η προκαταβαλλόμενη [[εισφορά]]<br /><b>2.</b> η [[προκαταβολή]] της εισφοράς που είχε καθιερωθεί να πληρώνεται από τους 300 πλουσιότερους Αθηναίους [[κατά]] τον 4ο π.Χ. αιώνα σε περιπτώσεις υπερεπείγουσας ανάγκης της πολιτείας<br /><b>αρχ.</b><br />προκαταρκτικές δαπάνες. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A money advanced to pay the εἰσφορά for others, D.37.37,50.9. 2 advance of money to the State, Inscr.Prien.108.51,56 (ii B.C., pl.); χρημάτων SIG1003.30 (Priene, ii B.C.). 3 preliminary expenses, Lib.Decl.33.18.
German (Pape)
[Seite 718] ἡ, vorausbezahlte Kriegssteuer od. Vorschuß der Kriegssteuer, εἰσφορά, für Andere, Dem. 37, 37; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 321. II p. 63. 70.
Greek (Liddell-Scott)
προεισφορά: ἡ, τὸ προεισφέρειν, Δημ. 977. 19., 1209. 2· πρβλ. Βöckh P. E. 2, σ. 5, 299, κτλ., καὶ Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
paiement anticipé de l’impôt ; avance de l’impôt pour qqn.
Étymologie: προεισφέρω.
Greek Monolingual
η, ΝΑ προεισφέρω
1. η προκαταβαλλόμενη εισφορά
2. η προκαταβολή της εισφοράς που είχε καθιερωθεί να πληρώνεται από τους 300 πλουσιότερους Αθηναίους κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα σε περιπτώσεις υπερεπείγουσας ανάγκης της πολιτείας
αρχ.
προκαταρκτικές δαπάνες.