Σαμοθρᾴκη: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(Bailly1_4)
(strοng)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />Samothrace, <i>île à l’embouchure de l’Hèbre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Σαμοθρᾴξ]].
|btext=ης (ἡ) :<br />Samothrace, <i>île à l’embouchure de l’Hèbre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Σαμοθρᾴξ]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[Σάμος]] and Thraike ([[Thrace]]); Samo-thrace ([[Samos]] of [[Thrace]]), an [[island]] in the [[Mediterranean]]: Samothracia.
}}
}}

Revision as of 17:47, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σᾰμοθρᾴκη Medium diacritics: Σαμοθρᾴκη Low diacritics: Σαμοθράκη Capitals: ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ
Transliteration A: Samothrā́ikē Transliteration B: Samothrakē Transliteration C: Samothraki Beta Code: *samoqra/|kh

English (LSJ)

Ion. Σαμοθρηΐκη, ἡ, Samothrace, Hdt.6.47; the seat of the mysteries of the Cabeiri, Id.2.51; called Σάμος Θρηϊκίη in Hom., Il.13.12, h.Ap.34; and simply Σάμος, Il.24.78,753. Adj. Σᾰμόθρᾳξ (not Σαμοθρᾴξ), Hdn.Gr.1.42, Choerob.in Theod.1.187 H., etc.; Ion. pl.

   A Σαμοθρήϊκες Hdt.2.51, 8.90; also Σᾰμοθρᾴκιος, Ion. Σαμοθρηΐκιος, η, ον, Id.7.59,108.

Greek (Liddell-Scott)

Σᾰμοθρᾴκη: Ἰωνικ. -θρηΐκη, ἡ, νῆσος πλησίον τῆς Θρᾴκης ἀξία λόγου ἐπὶ τῷ πρωΐμῳ πολιτισμῷ τῶν κατοίκων αὐτῆς, Ἡρόδ. 6. 47· ὑπῆρξε δὲ ἡ ἕδρα τῶν μυστηρίων τῶν Καβείρων, ὁ αὐτ. 2. 51· καλεῖται Σάμος Θρηϊκίη παρ’ Ὁμ., Ἰλ. Ν. 12, Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 34· καὶ ἁπλῶς Σάμος, Ἰλ. Ω. 78, 753. - Παλαιότερον ἔτι ὄνομα αὐτῆς ἦν Λευκωσία, Ἀριστ. Ἀποσπ. 538· καὶ Δαρδανία. Παυσ. 7. 4, 3. Ὁ κάτοικος τῆς νήσου ἐκαλεῖτο Σᾰμόθρᾳξ (οὐχὶ Σαμοθρᾴξ), Χοιροβοσκ. 176. 4, Ἐτυμολ. Μέγ.· Ἰων. πληθ. Σαμοθρήϊκες, Ἡρόδ. 2. 51., 8. 90· ἐπίθετ. Σᾰμοθρᾴκιος, Ἰωνικ. -θρηΐκιος, η, ον, Ἡρόδ. 7. 59, 108· πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ ἴδε Κάβειροι.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Samothrace, île à l’embouchure de l’Hèbre.
Étymologie: Σαμοθρᾴξ.

English (Strong)

from Σάμος and Thraike (Thrace); Samo-thrace (Samos of Thrace), an island in the Mediterranean: Samothracia.