πῆγμα: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />toute chose fixée <i>ou</i> ajustée solidement ; <i>fig.</i> chose fixée, foi jurée, serment.<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]].
|btext=ατος (τό) :<br />toute chose fixée <i>ou</i> ajustée solidement ; <i>fig.</i> chose fixée, foi jurée, serment.<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=το / [[πῆγμα]], ΝΑ<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που [[είναι]] συναρμοσμένο, συναρμολογημένο από [[πολλά]] τεμάχια, από [[πολλά]] μέρη<br /><b>2.</b> το [[πάνω]] από τους τροχούς [[μέρος]] τών τροχοφόρων οχημάτων, η καροσερί<br /><b>3.</b> ο [[σκελετός]] σκάφους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σκελετός]] της στέγης οικοδομήματος<br /><b>2.</b> ο [[σκελετός]] του ανθρώπου<br /><b>3.</b> [[παράπηγμα]] ή [[εξέδρα]] του αρχαίου θεάτρου<br /><b>4.</b> ξύλινο πολυώροφο [[κατασκεύασμα]] του ρωμαϊκού θεάτρου, που μπορούσε να συμπτύσσεται, ώστε οι [[επάνω]] όροφοι να χωρούν [[μέσα]] στους κατώτερους<br /><b>5.</b> [[βιβλιοθήκη]], ο [[ξύλινος]] [[σκελετός]] και τα [[ράφια]] της<br /><b>6.</b> [[οτιδήποτε]] έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί (α. «τὸ [[πῆγμα]] τῆς χιόνος» — ο [[πάγος]]<br />β. «τὸ [[πήγμα]] τῆς τροφῆς» — το [[λίπος]])<br /><b>8.</b> [[οτιδήποτε]] συντελεί στην [[πήξη]] υγρού, ὁπως η πυτιά στο [[γάλα]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «ὅρκου [[πήγμα]] γενναίως παγέν» — όρκος που έχει συναφθεί τίμια, με [[ειλικρίνεια]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πηγ</i>- του [[πήγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῆγμα Medium diacritics: πῆγμα Low diacritics: πήγμα Capitals: ΠΗΓΜΑ
Transliteration A: pē̂gma Transliteration B: pēgma Transliteration C: pigma Beta Code: ph=gma

English (LSJ)

ατος, τό, (πήγνυμι)

   A anything fastened or joined together, framework, of a ship, κέλητος π. AP5.203 (Mel.); τὸ π. τῆς σχεδίας Ph.Byz.Mir.4.5; of a roof, Annuario 6/7.450 ; θύρα κέλλας, στοὰ σὺν πήγμασι, POxy.2146.9,12 (iii A. D.); τὸ τῶν ὀστέων π. LXX 4 Ma.9.21 ; τὸ πιοειδὲς π. Heliod. ap. Orib.49.33.5.    2 stage or scaffold used in theatres, Str.6.2.6, J.AJ14.15.5, BJ7.5.5, Juv.4.122, Suet.Claud.34, etc.    3 bookcase, Cic.Att.4.8.2.    4 metaph., π. γενναίως παγέν (Aurat. for πῆμα) bond in honour bound, A.Ag.1198 ; but also τὸ τῆς ὅλης π. σοφίας fabric, Ph.1.536.    II anything congealed, τὸ π. τῆς χιόνος frozen snow, Plb.3.55.5 ; τὸ π. τῆς τροφῆς, i. e. fat, Ruf.Onom. 215 ; solid mass, ἔστη π., of the waters of Jordan, LXX Jo.3.16.    III that which makes to curdle, as rennet does milk, Arist.HA516a4.

German (Pape)

[Seite 608] τό, 1) das Zusammenbefestigte, Zusammengesetzte, Gerüst, Gestell u. dgl.; Sp.; auch übertr., ὅρκος πῆγμα γενναίως παγέν, Aesch. Ag. 1171. – 2) das fest, dicht Gewordene, das Gefrorne, das Geronnene, Arist. H. A. 3, 6; τῆς χιόνος, Pol. 3, 55, 5; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῆγμα: τό, (πήγνυμι) πᾶν πρᾶγμα συμπεπηγμένον ἢ συνημμένον, κατασκεύασμα ἐκ ξύλων συνηρμοσμένων εἰς ἕν, ἐπὶ πλοίου, Ἀνθ. Π. 5. 204· τὸ τῶν ὀστέων π. Ἰωσήπ. Μακκ. 9: ― Λατ. pegma, κινητὴ σκηνὴ ἢ ἰκρίωμα ἐν χρήσει ἐν θεάτροις, Juvenal. 4. 122, Sueton. Claud. 34, κτλ.· ― θήκη βιβλίων, Κικ. πρ. Ἀττ. 4. 84a. 2) μεταφορ., ὅρκος, πῆγμα γενναίως παγὲν (οὕτως Aurat ἀντὶ πῆμα), δεσμὸς ἐντίμως συνημμένος, Αἰσχύλ Ἀγ. 1198· πρβλ. πήγνυμι IV. ΙΙ. πᾶν πεπηγμένον πρᾶγμα, πῆγμα τῆς χιόνος, παγωμένη χιών, Πολύβ. 3. 55, 5. ΙΙΙ. τὸ συντελοῦν πρὸς πῆξιν, ὡς ἡ πυτία ἥτις κάμνει τὸ γάλα νὰ πήξῃ, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ., 3. 6. 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
toute chose fixée ou ajustée solidement ; fig. chose fixée, foi jurée, serment.
Étymologie: πήγνυμι.

Greek Monolingual

το / πῆγμα, ΝΑ
1. καθετί που είναι συναρμοσμένο, συναρμολογημένο από πολλά τεμάχια, από πολλά μέρη
2. το πάνω από τους τροχούς μέρος τών τροχοφόρων οχημάτων, η καροσερί
3. ο σκελετός σκάφους
αρχ.
1. ο σκελετός της στέγης οικοδομήματος
2. ο σκελετός του ανθρώπου
3. παράπηγμα ή εξέδρα του αρχαίου θεάτρου
4. ξύλινο πολυώροφο κατασκεύασμα του ρωμαϊκού θεάτρου, που μπορούσε να συμπτύσσεται, ώστε οι επάνω όροφοι να χωρούν μέσα στους κατώτερους
5. βιβλιοθήκη, ο ξύλινος σκελετός και τα ράφια της
6. οτιδήποτε έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί (α. «τὸ πῆγμα τῆς χιόνος» — ο πάγος
β. «τὸ πήγμα τῆς τροφῆς» — το λίπος)
8. οτιδήποτε συντελεί στην πήξη υγρού, ὁπως η πυτιά στο γάλα
9. φρ. «ὅρκου πήγμα γενναίως παγέν» — όρκος που έχει συναφθεί τίμια, με ειλικρίνεια (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγνυμι + κατάλ. -μα].