γουνάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=toucher les genoux en suppliant ; supplier, implorer : τινα γουνάζεσθαι IL toucher les genoux de qqn (pour le supplier) ; τινα [[γούνων]] γουνάζεσθαι IL implorer qqn en lui touchant les genoux : τινα τινός <i>ou</i> [[πρός]] τινος γουνάζεσθαι toucher les genoux de qqn et l’implorer au nom de qqn (de ses parents, <i>etc.</i>) ; γουνάζεσθαι [[ὑπέρ]] τινος toucher les genoux (de qqn), <i>càd</i> le supplier, au nom de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[γόνυ]].
|btext=toucher les genoux en suppliant ; supplier, implorer : τινα γουνάζεσθαι IL toucher les genoux de qqn (pour le supplier) ; τινα [[γούνων]] γουνάζεσθαι IL implorer qqn en lui touchant les genoux : τινα τινός <i>ou</i> [[πρός]] τινος γουνάζεσθαι toucher les genoux de qqn et l’implorer au nom de qqn (de ses parents, <i>etc.</i>) ; γουνάζεσθαι [[ὑπέρ]] τινος toucher les genoux (de qqn), <i>càd</i> le supplier, au nom de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[γόνυ]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[γόνυ]]), fut. γουνάσομαι: [[supplicate]], [[beseech]], implore, [[strictly]] to [[kneel]] (elasping the knees of the [[person]] addressed, see [[under]] [[γόνυ]]), [[γούνων]] γουνάζεσθαι, Il. 22.345, cf. 338 ([[ὑπὲρ]] [[γούνων]]).
}}
}}

Revision as of 15:25, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γουνάζομαι Medium diacritics: γουνάζομαι Low diacritics: γουνάζομαι Capitals: ΓΟΥΝΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: gounázomai Transliteration B: gounazomai Transliteration C: gounazomai Beta Code: gouna/zomai

English (LSJ)

fut. -σομαι: aor. 1

   A γουνασάμεσθα Orph.A.618, subj. γουνάσσηαι A.R.4.747, cf. Orph.A.943: (γόνυ):—Ep. Verb, clasp another's knees (v. sub γόνυ 1.2): hence, implore, entreat, abs., Il. 11.130: c. inf., τῶν ὕπερ . . γουνάζομαι οὐ παρεόντων ἑστάμεναι κρατερῶς in whose name . . I implore you to stand your ground, 15.665; νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς γουνάζομαι Od.13.324; νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γ., . . πρός τ' ἀλόχου καὶ πατρός 11.66; μή με . . γούνων γουνάζεο entreat me not by [clasping] my knees, Il.22.345.

German (Pape)

[Seite 503] dep. med., Jemandes Kniee umfassen, fußfällig anflehen, auch katachrestisch, = flehen, anflehen, ohne daß man die Kniee des Anderen umfaßt; absolut, und τινά, Jemanden, τινός, πρός τινος, bei Etwas, bei Einem, auch ὑπέρ τινος, eigentlich = für Jemanden; fut. Iliad. 1, 427 καί μιν γουνάσομαι; praes., Iliad. 22, 345 μή με γούνων γουνάζεο μηδὲ τοκήων; Odyss. 13, 324 νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς γουνάζομαι; 11, 66 νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γουνάζομαι, οὐ παρεόντων, πρός τ' ἀλόχου καὶ πατρός, ὅ σ' ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα, Τηλεμάχου θ', ὃν μοῦνον ἐνὶ μεγάροισιν ἔλειπες; Iliad. 15, 665 τῶν ὕπερ ἐνθάδ' ἐγὼ γουνάζομαι οὐ παρεόντων ἡστάμεναι κρατερῶς; ganz absolut, imperfect., Iliad. 11, 130 τὼ δ' αὖτ' ἐκ δίφρου γουναζέσθην, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι –. καὶ ὅτι τὸ γουναζέσθην καταχρηστικῶς ἀντὶ τοῦ ἱκέτευον. – Sp. Ep.

Greek (Liddell-Scott)

γουνάζομαι: μέλλ.–σομαι· ἀποθ. (γόνυ).― Ἐπ. ῥῆμα, ἅπτομαι τῶν γονάτων τινός, πιάνω τὰ γόνατά του (ἴδε ἐν γ. γόνυ Ι. 2), καὶ ἑπομένως, ἱκετεύω, δέομαι, παρακαλῶ, ἀπολ., Ἰλ. Λ. 130· μετ᾿ ἀπαρεμφ., τῶν ὕπερ... γουνάζομαι οὐ παρεόντων ἑστάμεναι κρατερῶς, ἐν ὀνόματι τῶν ὁποίων... σᾶς ἱκετεύω, τηρήσατε τὰς θέσεις σας ἰσχυρῶς, Ο. 665· νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς γουνάζομαι Ὀδ. Ν. 324· νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γ.,... πρός τ᾿ ἀλόχου πατρός τε Λ. 66· ὡσαύτως, μή με... γούνων γουνάζεο, μή με ἱκέτευε [πιάνων με] ἐκ τῶν γονάτων μου, Ἰλ. Χ. 345, πρβλ. Ὀδ. Ν. 324.

French (Bailly abrégé)

toucher les genoux en suppliant ; supplier, implorer : τινα γουνάζεσθαι IL toucher les genoux de qqn (pour le supplier) ; τινα γούνων γουνάζεσθαι IL implorer qqn en lui touchant les genoux : τινα τινός ou πρός τινος γουνάζεσθαι toucher les genoux de qqn et l’implorer au nom de qqn (de ses parents, etc.) ; γουνάζεσθαι ὑπέρ τινος toucher les genoux (de qqn), càd le supplier, au nom de qqn.
Étymologie: γόνυ.

English (Autenrieth)

(γόνυ), fut. γουνάσομαι: supplicate, beseech, implore, strictly to kneel (elasping the knees of the person addressed, see under γόνυ), γούνων γουνάζεσθαι, Il. 22.345, cf. 338 (ὑπὲρ γούνων).