κίνυγμα: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />corps suspendu et en mouvement.<br />'''Étymologie:''' κινύσσω. | |btext=ατος (τό) :<br />corps suspendu et en mouvement.<br />'''Étymologie:''' κινύσσω. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κίνυγμα]], τὸ (Α) [[κινύσσομαι]]<br />[[καθετί]] που [[είναι]] [[μετέωρο]], που αιωρείται [[πέρα]] [[δώθε]] («νῡν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ [[τάλας]] ἐχθροῑς ἐπίχαρτα [[πέπονθα]]», <b>Αισχύλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ατος, τό, (κινύσσομαι)
A anything moved about, αἰθέριον κ. a sport for the winds of heaven, A.Pr.158 (anap.): misspelt κήνυγμα, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 1441] τό, ein beweglicher, schwebender, schwankender Körper; νῦν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ τάλας ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα, sagt Prometheus von sich, Aesch. Prom. 157, als er an den Fellen geheftet zwischen Himmel u. Erde gleichsam in der Luft schwebt; die Alten erkl. εἴδωλον ἀέριον; v. l. κήνυγμα. Vgl. κινύσσομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κίνυγμα: ῑ, τό, (κινύσσομαι) πρᾶγμα κινούμενον τῇδε κἀκεῖσε, αἰθέριον κ., ὑπὸ τῶν ἀνέμων περιαγόμενον καὶ περιφερόμενον, Αἰσχύλ. Πρ. 157· πρβλ. αἰώρημα. ― κήνυγμα, κηνύσσεσθαι εἶναι ἁπλῶς σφάλματα παρ’ Ἡσυχ. καὶ Φωτ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
corps suspendu et en mouvement.
Étymologie: κινύσσω.
Greek Monolingual
κίνυγμα, τὸ (Α) κινύσσομαι
καθετί που είναι μετέωρο, που αιωρείται πέρα δώθε («νῡν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ τάλας ἐχθροῑς ἐπίχαρτα πέπονθα», Αισχύλ.).