διπολιώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
(Bailly1_2)
(9)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />(qui sent les Dipolies, <i>càd</i>) vieux, suranné.<br />'''Étymologie:''' [[Διπόλια]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />(qui sent les Dipolies, <i>càd</i>) vieux, suranné.<br />'''Étymologie:''' [[Διπόλια]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=[[διπολιώδης]], -ες (Α) [[Διπόλια]]<br />αυτός που ανάγεται στον τρόπο και στην [[εποχή]] τών διπολίων, απαρχαιωμένος.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 641] ες, nach Weise der Διπόλια, s. nom. pr., = altfränkisch, Ar. Nubb. 971.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
(qui sent les Dipolies, càd) vieux, suranné.
Étymologie: Διπόλια, -ωδης.

Greek Monolingual

διπολιώδης, -ες (Α) Διπόλια
αυτός που ανάγεται στον τρόπο και στην εποχή τών διπολίων, απαρχαιωμένος.