προεισφέρω: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=faire l’avance d’une somme pour les impôts de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[εἰσφέρω]].
|btext=faire l’avance d’une somme pour les impôts de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[εἰσφέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />[[προπληρώνω]], [[προκαταβάλλω]] την [[εισφορά]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προπληρώνω]] χρήματα στην [[πολιτεία]] («[[ἀργύριον]] ἄτοκον προεισφέρειν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισάγω]] νόμο εκ τών προτέρων<br /><b>3.</b> [[απονέμω]], [[αποδίδω]] σε κάποιον [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («προεισφέρειν [[χάριν]] τῇ πάλει»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[εισάγω]] [[προηγουμένως]] («προεισφέρεσθαι [[ὄνομα]]», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰσφέρω]] «[[καταβάλλω]] χρήματα, [[εισάγω]], [[προτείνω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεισφέρω Medium diacritics: προεισφέρω Low diacritics: προεισφέρω Capitals: ΠΡΟΕΙΣΦΕΡΩ
Transliteration A: proeisphérō Transliteration B: proeispherō Transliteration C: proeisfero Beta Code: proeisfe/rw

English (LSJ)

fut. -οίσω and 1 aor.

   A -ήνεγκα D.50.8:—advance money to pay the εἰσθορά for others, Id.42.25, 50.8; generally, advance money to the State, SIG 344.115 (Teos, iv B.C.); ἀργύριον ἄτοκον π. IG11(4).1055.11 (Delos, iii B.C.), etc.    2 introduce a law before, in Pass., Poll.5.166, Lib. Decl.39.3:—Med., introduce before (in writing), ὄνομα Sch.Ar.Ach. 321.    3 confer previously, χάριν τῇ πόλει Lib.Decl.22.27, cf. Or.12.37.

German (Pape)

[Seite 718] (s. φέρω), vorher hineintragen, zuerst abtragen, z. B. seine Abgaben, bes. die Kriegssteuer, εἰσφορά, vorschießen, Dem. 21, 153 u. öfter; 14, 26 hat Bekker εἰσενεγκεῖν dafür geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

προεισφέρω: εἰσφέρῳ πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 322, in Med. 2) παρέχω χρήματα, πληρώνω τὴν εἰσφορὰν ὑπέρ τινος, Δημ. 1046. 24· ὑπὲρ ἑαυτοῦ ὁ αὐτ. 1208. 25· πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2140a 2, 2423b. 3) εἰσάγω πρότερον, νόμον Πολυδ. Ε΄, 166.

French (Bailly abrégé)

faire l’avance d’une somme pour les impôts de qqn.
Étymologie: πρό, εἰσφέρω.

Greek Monolingual

ΝΑ
προπληρώνω, προκαταβάλλω την εισφορά για κάτι
αρχ.
1. προπληρώνω χρήματα στην πολιτείαἀργύριον ἄτοκον προεισφέρειν», επιγρ.)
2. εισάγω νόμο εκ τών προτέρων
3. απονέμω, αποδίδω σε κάποιον κάτι προηγουμένως («προεισφέρειν χάριν τῇ πάλει»)
4. μέσ. εισάγω προηγουμένως («προεισφέρεσθαι ὄνομα», Σχόλ. Αριστοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + εἰσφέρω «καταβάλλω χρήματα, εισάγω, προτείνω»].