προπομπή: Difference between revisions
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’envoyer en avant;<br /><b>2</b> action d’accompagner processionnellement, d’escorter pour faire honneur.<br />'''Étymologie:''' [[προπέμπω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’envoyer en avant;<br /><b>2</b> action d’accompagner processionnellement, d’escorter pour faire honneur.<br />'''Étymologie:''' [[προπέμπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προπέμπω]]<br />το να συνοδεύει [[κανείς]] κάποιον που αποχωρεί, [[ξεπροβόδισμα]] («ἀπέπεμψαν αὐτὸν [[οἴκαδε]] προπομπὴν δόντες μεγαλοπρεπῆ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πομπή]] και, ειδικότερα: α) στρατιωτική ή εορταστική [[παρέλαση]]<br />β) [[λιτανεία]]<br />γ) νεκρώσιμη [[πομπή]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ενέργεια]] του [[προπέμπω]], το να αποστέλλει [[κανείς]] από [[πριν]] ή [[πρώτα]] κάποιον ή [[κάτι]] («αἱ προπομπαὶ τῶν γραμματηφόρων», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A sending forward, αἱ π. τῶν γραμματηφόρων Plu.Galb.8. II escort, π. δόντες μεγαλοπρεπῆ X.Ages.2.27, cf. Plb.20.11.8, Plu.Num. 14; π. δημοσία Longin.28.2.
German (Pape)
[Seite 741] ἡ, das Voranschicken, bes. die Begleitung, feierliches Geleite, z. B. bei der Abreise, Xen. Ages. 2, 27, Pol. 20, 11, 8, u. bei Leichen.
Greek (Liddell-Scott)
προπομπή: ἡ, (προπέμπω) τὸ προεξαποστέλλειν, πέμπειν, πρότερον, αἱ πρ. τῶν γραμματοφόρων Πλουτ. Γάλβ. 8. ΙΙ. τὸ προπέμπειν χάριν τιμῆς, «ξεπροβόδημα», Ξεν. Ἀγησ. 2. 27, Πολύβ. 20. 11, 8, κτλ.· ― συνοδία ἐν εἴδει πομπῆς, Πλουτ. Νουμ. 14, μάλιστα ἐν κηδείᾳ, Ἰω. Χρυσ.· πρβλ. Λογγῖν. 28.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action d’envoyer en avant;
2 action d’accompagner processionnellement, d’escorter pour faire honneur.
Étymologie: προπέμπω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προπέμπω
το να συνοδεύει κανείς κάποιον που αποχωρεί, ξεπροβόδισμα («ἀπέπεμψαν αὐτὸν οἴκαδε προπομπὴν δόντες μεγαλοπρεπῆ», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
πομπή και, ειδικότερα: α) στρατιωτική ή εορταστική παρέλαση
β) λιτανεία
γ) νεκρώσιμη πομπή
αρχ.
η ενέργεια του προπέμπω, το να αποστέλλει κανείς από πριν ή πρώτα κάποιον ή κάτι («αἱ προπομπαὶ τῶν γραμματηφόρων», Πλούτ.).