πάπυρος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> papyrus;<br /><b>2</b> objet (corde) fait en papyrus.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. plausible.
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> papyrus;<br /><b>2</b> objet (corde) fait en papyrus.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. plausible.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[πάπυρος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> το υδροχαρές [[φυτό]] Cyperus papyrus, γνωστότερο [[σήμερα]] [[είδος]] του γένους [[κύπερος]], από τις λωρίδες του στελέχους του οποίου κατασκεύαζαν οι Αιγύπτιοι την ομώνυμη γραφική ύλη και το οποίο ήταν αρχικά ιθαγενές της βόρειας και τροπικής Αφρικής, όπου υπήρχε αυτοφυές σε [[αφθονία]] [[κατά]] [[μήκος]] της όχθης τών ποταμών, εξαπλώθηκε όμως σε όλη την [[περιοχή]] της Μεσογείου και στη νοτιοδυτική Ασία<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που κατασκευάζεται από το [[φυτό]] αυτό («ἐκ παπύρου καὶ κόλλης [[χάρτης]] κατασκευασθείς», Νείλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[κάθε]] [[κείμενο]] γραμμένο σε «[[χαρτί]]» παρασκευασμένο από το [[φυτό]] αυτό<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ρίζα]] του φυτού [[αυτού]], την οποία χρησιμοποιούσαν ως [[τροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ., [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], αιγυπτιακής προέλευσης, πιθ. από την αιγυπτ. φρ. <i>pa</i>-<i>p</i>-<i>ouro</i> «[[βασιλικός]]» (<b>πρβλ.</b> και λ. [[βύβλος]])].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάπῡρος Medium diacritics: πάπυρος Low diacritics: πάπυρος Capitals: ΠΑΠΥΡΟΣ
Transliteration A: pápyros Transliteration B: papyros Transliteration C: papyros Beta Code: pa/puros

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ and ἡ,

   A papyrus, Cyperus Papyrus, Thphr.HP4.8.2, Dsc.1.86, Porph. ap. Eus.PE3.7, etc.; as food, UPZ91.8, 96.40 (ii B. C.).    2 linen, cord, etc., made of it, AP6.249 (Antip.), Anacreont.30.5, Plin.HN13.72, etc. [Prop., as in Anacreont. l.c. and Latin poets, but in AP l.c., .]

German (Pape)

[Seite 467] ὁ u. ἡ, die Papierstaude, eine Sumpfpflanze, die in Aegypten wächst u. aus deren Rinde od. Bast, βύβλος, man Papier zum Schreiben, auch Taue u. dgl. machte, Theophr. u. A. Die daraus gefertigte seine Leinwand, Anacr. 30, 5. – Das Papier, Buch, Antp. Th. 13 (VI, 249), vgl. Lob. Phryn. 303. – [Bei Antp. Th. ist υ kurz, vgl. Moeris.]

Greek (Liddell-Scott)

πάπῡρος: ὁ καὶ ἡ, εἶδος παρυδατίου φυτοῦ ἔχοντος τριγωνικὸν στέλεχος καλαμοειδές, ἀφθόνως φυόμενον ἐν Αἰγύπτῳ, οὗ τὸν ἐξωτερικὸν φλοιὸν ἐχρησιμοποίουν ὡς χάρτην πρὸς γραφὴν (βύβλος), συγκολλῶντες τὰς λωρίδας ἐγκαρσίως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 2 κἑξ., Πορφ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπαρ. 98Α· ἴδε Dict. of Bible ἐν λ. Reed. Τὴν ῥίζαν τοῦ φυτοῦ τούτου ἤσθιον οἱ Αἰγύπτιοι, ὅθεν ἐκαλοῦντο παπυροφάγοι Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 761. 2) πᾶν τὸ ἐκ παπύρου κατασκευαζόμενον, οἷον ὑφάσματα, σχοινία, κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 249, Ἀνακρεόντ. 33. 5, Ἰουβενάλ. 4. 24, πρβλ. Πλίν. 13. 22 κἑξ. [Κυρίως υυ, ἀλλ’ ἐν Ἀνθολ. ἔνθ’ ἀνωτ., υυυ]. - Ὁ πάπυρος νῦν ὀνομάζεται παπῦρι ... μεταχειρίζονται δὲ αὐτὸν οἱ βαρελλοποιοί. - Ἴδε Χατζιδάκιν Περὶ τῆς ἐξισώσεως τῆς προσῳδίας ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 259.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 papyrus;
2 objet (corde) fait en papyrus.
Étymologie: DELG pas d’étym. plausible.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πάπυρος, ἡ, Α
1. το υδροχαρές φυτό Cyperus papyrus, γνωστότερο σήμερα είδος του γένους κύπερος, από τις λωρίδες του στελέχους του οποίου κατασκεύαζαν οι Αιγύπτιοι την ομώνυμη γραφική ύλη και το οποίο ήταν αρχικά ιθαγενές της βόρειας και τροπικής Αφρικής, όπου υπήρχε αυτοφυές σε αφθονία κατά μήκος της όχθης τών ποταμών, εξαπλώθηκε όμως σε όλη την περιοχή της Μεσογείου και στη νοτιοδυτική Ασία
2. καθετί που κατασκευάζεται από το φυτό αυτό («ἐκ παπύρου καὶ κόλλης χάρτης κατασκευασθείς», Νείλ.)
νεοελλ.
συνεκδ. κάθε κείμενο γραμμένο σε «χαρτί» παρασκευασμένο από το φυτό αυτό
αρχ.
η ρίζα του φυτού αυτού, την οποία χρησιμοποιούσαν ως τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ., κατά την επικρατέστερη άποψη, αιγυπτιακής προέλευσης, πιθ. από την αιγυπτ. φρ. pa-p-ouro «βασιλικός» (πρβλ. και λ. βύβλος)].