πλειστήρης: Difference between revisions
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />très considérable.<br />'''Étymologie:''' [[πλεῖστος]]. | |btext=ης, ες :<br />très considérable.<br />'''Étymologie:''' [[πλεῖστος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῆρες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ο αποτελούμενος από [[πολλά]] μέρη, [[πολλαπλός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) (για τον χρόνο) αυτός που έχει πολύ [[μεγάλη]] [[διάρκεια]], ο [[μακρός]] («[[ἅπας]] [[πλειστήρης]] [[χρόνος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλεῖστος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] (<b>πρβλ.</b> <i>κοπ</i>-[[ήρης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A manifold, ἅπας π. χρόνος all the whole length of time, A.Eu.763.
German (Pape)
[Seite 628] ες, meistfach, sehr vielfach, πλειστήρης χρόνος, alle Zeit, Aesch. Eum. 733.
Greek (Liddell-Scott)
πλειστήρης: -ες, (πλεῖστος) πολλαπλοῦς, ἅπας πλ. χρόνος, ὅλος ὁ μακρὸς χρόνος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 763.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
très considérable.
Étymologie: πλεῖστος.
Greek Monolingual
-ῆρες, Α
(ποιητ. τ.)
1. ο αποτελούμενος από πολλά μέρη, πολλαπλός
2. (κατ' επέκτ.) (για τον χρόνο) αυτός που έχει πολύ μεγάλη διάρκεια, ο μακρός («ἅπας πλειστήρης χρόνος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + κατάλ. -ήρης (πρβλ. κοπ-ήρης)].