ὑπνοφόβης: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui trouble par des songes effrayants (Bacchus).<br />'''Étymologie:''' [[ὕπνος]], [[φοβέω]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui trouble par des songes effrayants (Bacchus).<br />'''Étymologie:''' [[ὕπνος]], [[φοβέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που φοβίζει κάποιον στον ύπνο του, [[εφιαλτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕπνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φόβης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέβομαι]] «[[φοβάμαι]]», πιθ. μέσω του τ. [[φόβη]], ο [[οποίος]], όμως, διαφέρει οημασιολογικώς), <b>πρβλ.</b> <i>ὑδρο</i>-<i>φόβᾱς</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A driving away sleep, of Dionysus, AP9.524.21.
German (Pape)
[Seite 1207] ὁ, im Schlafe od. Traume schreckend, Bacchus, Hymn. (IX, 524, 21).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνοφόβης: -ου, ὁ φοβῶν, πτοῶν τινα καθ’ ὕπνους, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524, 21.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui trouble par des songes effrayants (Bacchus).
Étymologie: ὕπνος, φοβέω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που φοβίζει κάποιον στον ύπνο του, εφιαλτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + -φόβης (< φέβομαι «φοβάμαι», πιθ. μέσω του τ. φόβη, ο οποίος, όμως, διαφέρει οημασιολογικώς), πρβλ. ὑδρο-φόβᾱς].