ὅσγε: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=[[ἥγε]], [[ὅγε]];<br /><i>c.</i> [[ὅς]]. | |btext=[[ἥγε]], [[ὅγε]];<br /><i>c.</i> [[ὅς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὅσγε:''' [[ἥγε]], [[ὅγε]] (ὅς, γε),<br /><b class="num">I.</b> ο [[οποίος]] ή το οποίο [[τουλάχιστον]], σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Λατ. [[qui]] [[quidem]] ή [[quippe]] [[qui]], <i>οἵγε ὑπῆρξαν</i>, [[αφού]] ήταν αυτοί [[τουλάχιστον]] που άρχισαν, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ἥγε, ὅγε, (ὅς, γε)
A who or which, with emphasis, τό γε μάλιστα ἐν τιμῇ ἄγονται Hdt.2.83, cf. 111, etc. ; τῇ γέ μοι φαίνεται εἶναι ἀληθές Id.7.139. II mostly, like Lat. qui quidem or quippe qui, οἵ γε . . ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες since it was they who . ., ib.8.β' (cf. ὅς B. 1.1); ἀνδρῶν [σὲ] πρῶτον . . κρίνοντες... ὅς γ' ἐξέλυσας since it was thou who . ., S.OT35, cf. 342,853, OC427, etc.—Never in Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ὅσγε: ἥγε, ὅγε, (ὅς, γε) ὅστις τῷ ὄντι ἢ τοὐλάχιστον, ὅγε μάλιστα ἐν τιμῇ ἄγονται Ἡρόδ. 2. 83, πρβλ. 111, Σοφ. Ο. Τ. 342, κτλ.· ― τῇ γε, ὡς τοὐλάχιστον, Ἡρόδ. 2. 139. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς τὸ Λατ. qui quidem ἢ quippe qui, οἵγε .. ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες, ἀφοῦ ἐκεῖνοι ἤρχισαν …, ὁ αὐτ. 7. 8, 2· ἀνδρῶν [σὲ] πρῶτον ... κρίνοντες …, ὅσγ’ ... ἐξέλυσας, ἀφοῦ σύ..., Σοφ. Ο. Τ. 35· πρβλ. 853, Ο. Κ. 427, κλ. ― Οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ.
French (Bailly abrégé)
Greek Monotonic
ὅσγε: ἥγε, ὅγε (ὅς, γε),
I. ο οποίος ή το οποίο τουλάχιστον, σε Ηρόδ., Σοφ.
II. Λατ. qui quidem ή quippe qui, οἵγε ὑπῆρξαν, αφού ήταν αυτοί τουλάχιστον που άρχισαν, σε Ηρόδ.