ἐπικίνδυνος: Difference between revisions
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’est pas en sûreté, précaire : [[ἐν]] ἐπικινδύνῳ γίγνεσθαι THC être en danger ; ἐπικίνδυνον [[ἦν]] [[μή]] HDT il était à craindre que;<br /><b>2</b> dangereux, périlleux;<br /><i>Cp.</i> ἐπικινδυνότερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κίνδυνος]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’est pas en sûreté, précaire : [[ἐν]] ἐπικινδύνῳ γίγνεσθαι THC être en danger ; ἐπικίνδυνον [[ἦν]] [[μή]] HDT il était à craindre que;<br /><b>2</b> dangereux, périlleux;<br /><i>Cp.</i> ἐπικινδυνότερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κίνδυνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπικίνδυνος]], -ον) [[κίνδυνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο [[τόλμημα]], [[εγχείρημα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να προκαλέσει [[κακά]] αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων «επικίνδυνη [[εγχείρηση]], [[ασθένεια]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που διατρέχει κίνδυνο, που η [[θέση]] του [[είναι]] [[επισφαλής]] («αυτή η [[επιχείρηση]] μού φαίνεται επικίνδυνη»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐν ἐπικινδύνῳ» — επισφαλώς, με κινδύνους, επικίνδυνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επικινδύνως</i>, -<i>α</i><br />με επικίνδυνο τρόπο, επισφαλώς, με τρόπο που απειλεί [[αμέσως]] τη ζωή ατόμου ή ομάδας. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A in danger, insecure, Hdt.6.86.ά; ἐ. ἦν μὴ λαμφθείη Id.7.239; πρόσοδοι D.36.11; ἐν ἐπικινδύνῳ, opp. ἐν τῷ ἀσφαλεῖ, Th.1.137. 2. dangerous, διδάσκαλοι Gorg.Pal.4 (Comp.); στρατεῖαι Pl.R.467d; ἀρρωστίαι Phld.Ir.p.29 W.; δεινὴ καὶ ἐ. ἔρις Pl.Lg. 736c, cf. X.Mem.4.6.10; -οτέρα πρᾶξις Id.An.1.3.19; τινί to one, Hp.Aph.4.16, Th.3.54; ἐπικίνδυνόν [ἐστι] there is danger, Arist.HA 588a10. 3. Adv. -νως with danger, τίκτειν Hp.Aph.5.55; at one's risk, Th.3.37; in a precarious or critical state, κεῖσθαι S.Ph.502; ἔχειν E.Fr.682.
German (Pape)
[Seite 949] mit Gefahr verbunden, gefährlich, καὶ δεινὴ ἔρις Plat. Legg. V, 736 c; στρατεῖαι Rep. V, 467 d, in Gefahr schwebend; ἡ Ἰωνίη, entgegengesetzt dem ἀσφαλῶς ἱδρυμένη, Her. 6, 86, 1, wie auch bei Dem. 10, 72 ἀσφαλές entgegengesetzt ist; βίος Lys. 5, 2, wie τὸν βίον καθιστάναι 7, 32; – ἐπικίνδυνον ἦν μὴ λαμφθείη, es war Gefahr, war zu fürchten, daß, Her. 7, 239; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ μὲν ἐμοί, ἐκείνῳ δὲ ἐν ἐπικινδύνῳ ἡ ἀποκομιδὴ ἐγίγνετο Thuc. 1, 137. – Adv. ἐπικινδύνως, Thuc. 3, 37 u. A.; Soph. vrbdt ὡς πάντα δεινὰ κἀπικινδύνως βροτοῖς κεῖται, Alles ist voller Gefahren, Phil. 500.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n’est pas en sûreté, précaire : ἐν ἐπικινδύνῳ γίγνεσθαι THC être en danger ; ἐπικίνδυνον ἦν μή HDT il était à craindre que;
2 dangereux, périlleux;
Cp. ἐπικινδυνότερος.
Étymologie: ἐπί, κίνδυνος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπικίνδυνος, -ον) κίνδυνος
1. αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο τόλμημα, εγχείρημα»)
2. αυτός που μπορεί να προκαλέσει κακά αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», Πλάτ.)
3. αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων «επικίνδυνη εγχείρηση, ασθένεια» κ.λπ.)
4. αυτός που διατρέχει κίνδυνο, που η θέση του είναι επισφαλής («αυτή η επιχείρηση μού φαίνεται επικίνδυνη»)
5. φρ. «ἐν ἐπικινδύνῳ» — επισφαλώς, με κινδύνους, επικίνδυνα.
επίρρ...
επικινδύνως, -α
με επικίνδυνο τρόπο, επισφαλώς, με τρόπο που απειλεί αμέσως τη ζωή ατόμου ή ομάδας.