ἐπιφράσσω: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἐπιφράξω, <i>Pass. pqp. 3ᵉ sg.</i> [[ἐπέφρακτο]];<br />boucher, obstruer, intercepter : [[τῇ]] σελήνῃ PLUT cacher la lune <i>en parl. d’une éclipse</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιφράσσομαι se boucher : τὰ [[ὦτα]] LUC les oreilles.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[φράσσω]]. | |btext=<i>f.</i> ἐπιφράξω, <i>Pass. pqp. 3ᵉ sg.</i> [[ἐπέφρακτο]];<br />boucher, obstruer, intercepter : [[τῇ]] σελήνῃ PLUT cacher la lune <i>en parl. d’une éclipse</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιφράσσομαι se boucher : τὰ [[ὦτα]] LUC les oreilles.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[φράσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[ἐπιφράσσω]] και αττ. τ. ἐπιφράττω) [[φράσσω]]<br />[[φράζω]], [[κλείνω]] με [[φράγμα]] από [[πάνω]] («ταύτην [τὴν δίοδον] ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ», Θεόφρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. ἐπιφράττω,
A block up, ὕλῃ [τὴν δίοδον Thphr.HP9.3.2 ; πόρους Nic.Al.285 : metaph., Ph.1.299, al.:—Med., κηρῷ ἐ. τὰ ὦτα stop one's ears, Luc.Im.14:—Pass., to be obstructed, Placit.2.29.1 ; τὰ τοῦ μέλλοντος ἀκούειν ὦτα ἐπεφράχθη Ph.2.165.
German (Pape)
[Seite 1001] att. -φράττω, von oben her verstopfen, verschließen, δίοδον Theophr.; πόρους Nic. Al. 286; ὦτα κηρῷ Luc. im. 14; Plut. u. a. Sp.; pass. ἐπέφρακτο D. C. 74, 7; – med. sich verstopfen, τὰ ὦτα Luc. pro imag. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω· φράττω, κλείω, ταύτην τὴν δίοδον ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 2· πόρους Νικ. Ἀλεξιφ. 285: ― Μέσ., καὶ ἢν κηρῷ ἐπιφράξῃ τὰ ὦτα, καὶ ἂν διὰ κηροῦ ἐπιφράξῃς τὰ ὦτά σου, Λουκ. Εἰκ. 14, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 150Ε. ― Παθ. τοῦ στομίου τοῦ περὶ τὸν τροχὸν ἐπιφραττομένου Πλούτ. 2. 891Ε.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιφράξω, Pass. pqp. 3ᵉ sg. ἐπέφρακτο;
boucher, obstruer, intercepter : τῇ σελήνῃ PLUT cacher la lune en parl. d’une éclipse;
Moy. ἐπιφράσσομαι se boucher : τὰ ὦτα LUC les oreilles.
Étymologie: ἐπί, φράσσω.
Greek Monolingual
(Α ἐπιφράσσω και αττ. τ. ἐπιφράττω) φράσσω
φράζω, κλείνω με φράγμα από πάνω («ταύτην [τὴν δίοδον] ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ», Θεόφρ.).