ἔστρωμαι: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(Bailly1_2)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[στρώννυμι]].
|btext=v. [[στρώννυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔστρωμαι:''' Παθ. παρακ. του [[στορέννυμι]]· ἔστρωσα, Ενεργ. αόρ. αʹ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. στρώννυμι.

Greek Monotonic

ἔστρωμαι: Παθ. παρακ. του στορέννυμι· ἔστρωσα, Ενεργ. αόρ. αʹ.