θρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> θρύψω, <i>ao.</i> ἔθρυψα;<br /><i>Pass. f.</i> θρυφθήσομαι, <i>ao.</i> ἐθρύφθην, <i>ao.2</i> réc. ἐθρύβην, <i>pf.</i> [[τέθρυμμαι]];<br /><b>1</b> briser, broyer;<br /><b>2</b> amollir, énerver (de sensualité, de débauche) ; <i>Pass.</i> être amolli, énervé : [[ἁπαλός]] [[τε]] καὶ τεθρυμμένος LUC mou et énervé ; <i>en gén.</i> être affaibli, émoussé : θρύπτεται ἡ [[ὄψις]] PLUT la vue est affaiblie ; <i>fig.</i> faire le fier, tirer vanité de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> θρύπτομαι (<i>f.</i> θρύψομαι);<br /><b>1</b> vivre dans la mollesse;<br /><b>2</b> faire le dégoûté, faire des façons, se faire prier (<i>lat.</i> delicias facere) ; <i>particul.</i> faire des façons pour décliner une offre;<br /><b>3</b> faire le fier : [[πρός]] τινα se donner des airs auprès de qqn ; tirer vanité de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[τρυφή]].
|btext=<i>f.</i> θρύψω, <i>ao.</i> ἔθρυψα;<br /><i>Pass. f.</i> θρυφθήσομαι, <i>ao.</i> ἐθρύφθην, <i>ao.2</i> réc. ἐθρύβην, <i>pf.</i> [[τέθρυμμαι]];<br /><b>1</b> briser, broyer;<br /><b>2</b> amollir, énerver (de sensualité, de débauche) ; <i>Pass.</i> être amolli, énervé : [[ἁπαλός]] [[τε]] καὶ τεθρυμμένος LUC mou et énervé ; <i>en gén.</i> être affaibli, émoussé : θρύπτεται ἡ [[ὄψις]] PLUT la vue est affaiblie ; <i>fig.</i> faire le fier, tirer vanité de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> θρύπτομαι (<i>f.</i> θρύψομαι);<br /><b>1</b> vivre dans la mollesse;<br /><b>2</b> faire le dégoûté, faire des façons, se faire prier (<i>lat.</i> delicias facere) ; <i>particul.</i> faire des façons pour décliner une offre;<br /><b>3</b> faire le fier : [[πρός]] τινα se donner des airs auprès de qqn ; tirer vanité de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[τρυφή]].
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[θρύπτω]])<br /><b>1.</b> [[θρυμματίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>θρύπτομαι</i><br />[[καμαρώνω]], [[κάνω]] νάζια.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αέρα) διασκορπίζομαι<br /><b>2.</b> (<b>με [[ηθική]] σημ.</b>) [[εξασθενώ]], [[αμαυρώνω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) [[γίνομαι]] [[τρυφηλός]], [[φιλήδονος]]<br />β) εκθηλύνομαι<br /><b>4.</b> ζω άσωτα<br /><b>5.</b> [[υποκρίνομαι]], [[προσποιούμαι]] ότι [[απορρίπτω]] [[κάτι]] που μού προσφέρεται<br /><b>6.</b> φέρομαι αλαζονικά<br /><b>7.</b> [[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρατηρείται μορφολογική και σημασιολογική [[σχέση]] του ρ. με τα [[θραύω]], [[θρυλίσσω]]. Ανάγεται σε ΙΕ <i>dhrubh</i>-<i>i</i><i>ō</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dhreubh</i>- (παρεκτεταμένη με χειλικό [[μορφή]] της ρίζας <i>dhreus</i>- του [[θραύω]]) και συνδέεται με λεττ. <i>drubazas</i> «[[κομματάκι]] ξύλου» κ.ά. Το ρ. [[θρύπτω]], [[εκτός]] από τη γνωστή σημ. «[[κομματιάζω]], [[θρυμματίζω]]», έλαβε και άλλες μεταφορικές σημ. ήδη από την Αρχαία (<b>[[πρβλ]].</b> «[[φθείρω]], [[εξασθενώ]]», «ζω ακόλαστα»), από τις οποίες προήλθε και το παράγωγο [[τρυφή]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ακολασία]], [[μαλθακία]]), απ' όπου και τα [[τρυφώ]], [[τρυφερός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θρύμμα]], [[θρυπτικός]], [[θρύψη]], [[τρυφή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τρύφος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[διαθρύπτω]], [[συνθρύπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αποθρύπτω</i>, [[ενθρύπτω]], [[επιθρύπτω]], [[καταθρύπτω]], [[περιθρύπτω]], <i>υποθρύπτω</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρύπτω Medium diacritics: θρύπτω Low diacritics: θρύπτω Capitals: ΘΡΥΠΤΩ
Transliteration A: thrýptō Transliteration B: thryptō Transliteration C: thrypto Beta Code: qru/ptw

English (LSJ)

aor. 1 ἔθρυψα (ἐν-) Hp.Mul.1.75:—Pass. and Med., fut.

   A θρυφθήσομαι Arr.An.4.19.2; θρύψομαι Ar. (v. infr. 11.2c), Luc.Symp. 4: aor. 1 ἐθρύφθην Arist. de An.419b26, (ὑπ-) dub. in AP5.293.15 (Agath.): aor. 2 ἐτρύφην [ῠ] (δι-) Il.3.363, ἐθρύβην Dsc.5.123: pf. τέθρυμμαι Hp.Vict.2.48: (akin to θραύω):—break in pieces, break small, Pl.Cra.426e, A.Ag.1595; Νεῖλος βώλακα θ. Theoc.17.80:—Pass., to be broken small, θρύπτεσθαι κερματιζόμενον ἀνάγκη πᾶν τὸ ὄν Pl. Prm.165b, cf. AP12.61; χιόνος τὰ μάλιστα θρυφθησόμενα Arr.l.c.; of dried leguminous seeds, split, Thphr.HP8.11.3, cf. Sens.51; of air, to be dispersed, Arist.de An.l.c., Theo Sm.p.50 H.: the literal sense is more common in compds. ἀπο-, διαθρύπτω, etc.    II metaph. in moral sense, enfeeble, esp. by debauchery and luxury, θ. τὰν ψυχάν Ti.Locr.103b; corrupt, [τινα] Pl.Lg.778a, Phld.Mus.p.79K.; θ. τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα Jul.Or.1.10c; [οἱ κόλακες] ἀποκναίουσι τῶν κολακευομένων τὰ ὦτα θρύπτοντες Ph.1.453; θ. ἑαυτόν,= θρύπτεσθαι (v. infr.), Ael.Ep.9.    2 more freq. in Pass., with fut. Med., to be enervated, unmanned, μαλακίᾳ θρύπτεσθαι X.Smp.8.8; ἁπαλός τε καὶ τεθρυμμένος Luc.Charid.4; θρύπτεται ἡ ὄψις is enfeebled, Plu.2.936f; οἱ τεθρυμμένοι τὰς ὄψεις weak-sighted people, A.D.Synt.199.5.    b wanton, riot, ὅλην ἐκείνην εὐφρόνην ἐθρύπτετο f.l. in [S.]Fr.1127.9, cf. Luc.Pisc.31, Anach.29; display moral weakness, POxy.471.80 (ii A.D.); ἡδοναῖς ἀνάνδροις θ. Plu.2.751b; ἐπὶ τῷ κάλλει Phld.Hom.p.55 O.; ὄμμα θρυπτόμενον a languishing eye, AP5.286.8 (Agath.).    c to be coy and prudish, bridle up, esp. when asked a favour, θρύψομαι Ar.Eq.1163; ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη Eup.358; ἁβρὰ καὶ θ. Charito 5.3; ἐθρύπτετο ὡς οὐκ ἐπιθυμῶν λέγειν Pl.Phdr.228c, cf. 236c, X.Smp.8.4; or when one pretends to decline an offer, Plu.Mar.14, Ant.12; θρύπτεσθαι πρός τινα give oneself airs to ward him, Id.Flam. 18, Luc.DMeretr.12.1.    d grow conceited, τινι in or of a thing, AP 7.218.2 (Antip. Sid.); ἐσθῆτι πολυτελεῖ Ael.VH1.19, etc.; brag, Hld. 2.10.

German (Pape)

[Seite 1220] (θρυφ, vgl. θραύω), fut. θρύψω, aor. II. pass. ἐτρύφην, sehr Sp. (s. διαθρύπτω) auch ἐθρύβην, ἐθρύφθην Arist. an. 2, 8, f. ὑποθρύπτω, θρυφθησόμενος Arr. An. 4, 6, 2; – zerreiben, zerbrechen, zermalmen, zerbröckeln; Νεῖλος ἀναβλύζων διερὰν ὅτε βώλακα θρύπτει Theocr. 17, 80; θρυπτομένα πέτρα Ep. ad. 22 (XII, 61). Bei Plat. Crat. 426 e mit κερματίζειν verbunden, vgl. θρύπτεσθαι κερματιζόμενον ἀνάγκη πᾶν τὸ ὄν Parm. 165 b. – Häufiger übertr., bes. in sittlicher Beziehung, aufreiben, schwächen, entkräften, durch Trauer u. bes. durch Weichlichkeit, Ueppigkeit u. andere moralische Einwirkung Leib u. Seele um ihre Kraft u. Festigkeit bringen; Ggstz ῥώννυμι, Tim. Locr. 103 b; im pass. durch Schwelgerei u. Ueppigkeit verzärtelt, verweichlicht werden, μαλακίᾳ θρυπτόμενος Xen. Conv. 8, 8; ἁπαλὸς καὶ τεθρυμμένος Luc. Charid. 4; χαυνοῦνται γὰρ ταῖς ὑπερβολαῖς τῶν ἐπαίνων καὶ θρύπτονται Plut. de educ. lib. 12. – Kraftlos, weichlichsein, Luc. Piscat. 31 de gymnas. 29; weichlich, üppig leben, schwelgen, Soph. frg. 708; θρυπτόμενος ἡδοναῖς ἀνάνδροις Plut. amator. 4. – Schönthun, B. A. 43 ὡραΐζομαι, sprödethun, sichzieren, ἐθρύπτετο ὡς δὴ οὐκ ἐπιθυμῶν λέγειν, er zierte sich, als wollte er nicht sprechen, Plat. Phaedr. 228 c; vgl. Xen. Conv. 8, 4, wo es von der sokratischen Ironie gesagt ist, sich verstellen; Plut. Mar. 14 Ant. 12; Luc. θρύπτει ταῦτα – κἀγὼ θρύψομαι πρός σε Lapith. 4; σὺ δὲ ἐθρύπτου πρὸς αὐτήν D. Mar. 13, 1; D. Meretr. 12 Gall. 14; θρυπτόμενον ὄμμα, verliebtes, schmachtendes Auge, Agath. 21 (V, 287); – stolz worauf sein, sich brüsten, χρυσῷ καὶ ἁλουργίδι Antp. Sid. 83 (VII, 218); ἐσθῆτι πολυτελεῖ Ael. H. A. 1, 19; Hel. 4, 7. 10, 21; mit Worten großprahlen, sich rühmen, 2, 10; πρός τινα, Plut. Flamin. 18; vgl. Dorville zu Charit. p. 472. – S. auch τρυφή.

Greek (Liddell-Scott)

θρύπτω: μέλλ. θρύψω Γρηγ. Ναζ.: ἀόρ. ἔθρυψα (ἐν-) Ἱππ. 621. 42. - Παθ. καὶ μέσ., μέλλ. θρυφθήσομαι Ἀρρ. Ἀν. 4. 19· θρύψομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 1163, Λουκ. Συμπ. 4: ἀόρ. ἐθρύφθην Ἀριστ. Προβλ. 11. 6, (ὑπ-) Ἀνθ. Π. 5. 294, 15· ὡσαύτως ἐτρύφην ῠ (δι-) Ἰλ. Γ. 363, ἐθρύβην Θεόδ. Πρόδρ.: πρκμ. τέθρυμμαι Ἱππ. 357. 49. (Συγγενὲς τῷ θραύω, ἴδε ἐν λ. τείρω). Θραύω εἰς μικρὰ τεμάχια, καταθραύω, κατασυντρίβω, συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ κερματίζω, Πλάτ. Κρατ. 426Ε· Νεῖλος βώλακα θρ. Θεόκρ. 17. 80. - Παθ., θραύομαι εἰς μικρὰ τεμάχια, συντρίβομαι, Πλάτ. Παρμ. 165Β, Ἀνθ. Π. 12. 61· χιόνος τὰ μάλιστα θρυφθησόμενα Ἀρρ. Ἀν. 4. 6· ἐπὶ ἀέρος, διασκορπίζομαι, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 8, 8. Ἡ κυριολεκτικὴ σημασία εἶναι συνηθεστέρα ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, δια-θρύπτω, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ Λατ. frangere, θραύω, συντρίβω, ἐξασθενῶ, ἰδίως δι’ ἀκολάστου καὶ ἀσώτου βίου, θρ. τὰν ψυχὰν Τίμ. Λοκρ. 103Β· θρ. τι, φέρομαι θρυπτικῶς πρός τινα, Πλάτ. Νόμ. 778Α. θρ. ἑαυτὸν = θρύπτεσθαι (ἴδε κατωτ.), Αἰλ. Ἐπιστ. 9, Γρηγόρ. Ναζ. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθητ., μετὰ μέσου μέλλ. (Ἀριστοφ. Ἱππ. 1163), ἐξασθενοῦμαι, ἐκνευρίζομαι, ἐκθηλύνομαι, μαλακίᾳ θρύπτεσθαι Ξεν. Συμπ. 8, 8· ἁπαλὸς τε καὶ τεθρυμμένος Λουκ. Χαρίδ. 4· θρύπτεται ἡ ὄψις, ἐξασθενοῦται, Πλούτ. 2. 936F. β) ζῶ ἀσώτως, ἀκολασταίνω, ὅλην ἐκείνην εὐφρόνην ἐθρύπτετο Σοφ. Ἀποσπ. 708. 9, πρβλ. Λουκ. Ἁλ. 31, Ἀνάχ. 29 ἠδοναῖς θρ., παραδίδομαι ἀκολάστως εἰς..., Πλούτ. 2. 751Β· ὄμμα θρυπτόμενον, χαλαρούμενον θηλυπρεπῶς, Ἀνθ. Π. 5. 287. - Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ἀκολάστως, ἀσελγῶς, θηλυπρεπῶς, Πλούτ. 2. 801Α. γ) ἀκκίζομαι, ὡραίζομαι, κάμνω «νάζια», υπερηφανεύομαι, ἰδίως παρακαλούμενος νὰ πράξω τι, Λατ. delicias facere, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1163· ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 23· ἐθρύπτετο ὡς μὴ ἐπιθυμῶν λέγειν Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 228C, πρβλ. 236C, Ξεν. Συμπ. 8, 4· ἢ προσποιοῦμαι ὅτι ἀπορρίπτω τι προσφερόμενον, Πλούτ. ἐν Μαρ. 14, ἐν Ἀντων. 12, πρβλ. Dorv. Χαρ. 472· ἐν συνδυασμῷ μετὰ τοῦ ἰσοδυνάμου ἀκκίζεσθαι ἢ ὡραΐζεσθαι, Εὔπολ. ἔνθ’ ἀνωτ. 23, πρβλ. Ruhnk. Τίμ. 19· θρύπτεσθαι πρός τινα, φέρεσθαι πρὸς αὐτὸν θρυπτικῶς, Πλούτ. ἐν Φλαμινίνῳ 11, Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 12. 1. δ) ἀλαζονεύομαι, γίνομαι ἀλαζών, τινι, εἴς τι ἢ διά τι πρᾶγμα, Ἀνθ. Π. 7. 218, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 19, κτλ.: - καυχῶμαι, κομπάζω, Λατ. gloriari, Ἡλιόδ. 2. 10.

French (Bailly abrégé)

f. θρύψω, ao. ἔθρυψα;
Pass. f. θρυφθήσομαι, ao. ἐθρύφθην, ao.2 réc. ἐθρύβην, pf. τέθρυμμαι;
1 briser, broyer;
2 amollir, énerver (de sensualité, de débauche) ; Pass. être amolli, énervé : ἁπαλός τε καὶ τεθρυμμένος LUC mou et énervé ; en gén. être affaibli, émoussé : θρύπτεται ἡ ὄψις PLUT la vue est affaiblie ; fig. faire le fier, tirer vanité de, acc.;
Moy. θρύπτομαι (f. θρύψομαι);
1 vivre dans la mollesse;
2 faire le dégoûté, faire des façons, se faire prier (lat. delicias facere) ; particul. faire des façons pour décliner une offre;
3 faire le fier : πρός τινα se donner des airs auprès de qqn ; tirer vanité de, τινι.
Étymologie: τρυφή.

Greek Monolingual

(ΑΜ θρύπτω)
1. θρυμματίζω
2. μέσ. θρύπτομαι
καμαρώνω, κάνω νάζια.
αρχ.
1. (για αέρα) διασκορπίζομαι
2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω
3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος
β) εκθηλύνομαι
4. ζω άσωτα
5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω κάτι που μού προσφέρεται
6. φέρομαι αλαζονικά
7. καυχιέμαι, κομπάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρατηρείται μορφολογική και σημασιολογική σχέση του ρ. με τα θραύω, θρυλίσσω. Ανάγεται σε ΙΕ dhrubh-iō < ΙΕ ρίζα dhreubh- (παρεκτεταμένη με χειλικό μορφή της ρίζας dhreus- του θραύω) και συνδέεται με λεττ. drubazas «κομματάκι ξύλου» κ.ά. Το ρ. θρύπτω, εκτός από τη γνωστή σημ. «κομματιάζω, θρυμματίζω», έλαβε και άλλες μεταφορικές σημ. ήδη από την Αρχαία (πρβλ. «φθείρω, εξασθενώ», «ζω ακόλαστα»), από τις οποίες προήλθε και το παράγωγο τρυφή (πρβλ. ακολασία, μαλθακία), απ' όπου και τα τρυφώ, τρυφερός.
ΠΑΡ. θρύμμα, θρυπτικός, θρύψη, τρυφή
αρχ.
τρύφος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) διαθρύπτω, συνθρύπτω
αρχ.
αποθρύπτω, ενθρύπτω, επιθρύπτω, καταθρύπτω, περιθρύπτω, υποθρύπτω].