ἴκτις: Difference between revisions
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιδος (ἡ) :<br />fouine, <i>ou</i> martre, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG rapport prob. avec [[ἴκτερος]], [[ἰκτῖνος]]. | |btext=ιδος (ἡ) :<br />fouine, <i>ou</i> martre, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG rapport prob. avec [[ἴκτερος]], [[ἰκτῖνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἴκτις]], -ιδος, ἡ (Α) το [[κουνάβι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[ἴκτερος]]. Από τη λ. [[ἴκτις]], -<i>ἵδος</i> σχηματίστηκε τ. [[κτίδεος]], με σίγηση του αρκτικού <i>ι</i>-, που μαρτυρείται στην [[Ιλιάδα]] ως: <i>κτιδέη [[κυνέη]] «[[περικεφαλαία]] από [[δέρμα]] ικτίδος»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ῐδος (ἰκτῖδας is f.l. in Ar.Ach.880), ἡ,
A the γαλῆ ἀγρία or yellow-breasted marten, Ar. l.c., Arist.HA612b10, Nic.Th.196, cf. Sch.adloc., Aret.SD1.15. (ι is prothetic, cf. κτίδεος.)
German (Pape)
[Seite 1250] ιδος, ἡ, so nach Arcad. 35 zu accentuiren, eine Wieselart; Arist. H. A. 9, 6; Nic. Th. 196; Stob. fl. 100, 22. Bei Ar. Ach. 845 steht ἰκτῖδας ἐνύδρως, was Elmsl. in ἴκτιδας ἐνυδρίας ändert.
Greek (Liddell-Scott)
ἴκτῐς: ῐδος (Ἀρκ. 55, 6) καὶ ἰκτίς, ίδος, ἡ, κοινῶς «κουνάβι» (πρβλ. γαλέη), Ἀριστοφ. Ἀχ. 880. Ἀριστ. π. τὰ Α. Ἱστ. 9. 6, 11, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 196, γνωστὴ ὡσαύτως τῷ Ὁμήρ., ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἐπιθετ. τύπου κτίδεος ἴδε Rolleston Journ. of Anat. 2. σ. 56. (Ἡ ἐσφαλμ. γραφ. παρ’ Ἀριστοφ. (ἔνθ’ ἀνωτ.), ἰκτῖδας ἐνύδρως διορθοῦται ὑπὸ Elmsl., ἴκτῐδας, ἐνύδριας).
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
fouine, ou martre, animal.
Étymologie: DELG rapport prob. avec ἴκτερος, ἰκτῖνος.
Greek Monolingual
ἴκτις, -ιδος, ἡ (Α) το κουνάβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. ἴκτερος. Από τη λ. ἴκτις, -ἵδος σχηματίστηκε τ. κτίδεος, με σίγηση του αρκτικού ι-, που μαρτυρείται στην Ιλιάδα ως: κτιδέη κυνέη «περικεφαλαία από δέρμα ικτίδος»].