3,273,653
edits
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> <b>1</b> fourbe, trompeur, filou, voyou, vaurien;<br /><b>2</b> mauvais plaisant, moqueur;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ὁ [[κόβαλος]] lutin <i>ou</i> génie malfaisant, qui joue de vilains tours.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> cavilla -- DELG étym. incert. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> <b>1</b> fourbe, trompeur, filou, voyou, vaurien;<br /><b>2</b> mauvais plaisant, moqueur;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ὁ [[κόβαλος]] lutin <i>ou</i> génie malfaisant, qui joue de vilains tours.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> cavilla -- DELG étym. incert. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κόβαλος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[πανούργος]], [[δόλιος]], [[απατεώνας]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού που μοιάζει με την [[κουκουβάγια]] («ἔστι δὲ [[κόβαλος]] καὶ [[μιμητής]]... [[καθάπερ]] γλαῦξ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οἱ Κόβαλοι</i><br />κακοποιὰ δαιμονικά όντα («Βερέσχεθοί τε καὶ Κόβαλοι καὶ Μόθων», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για λ. θρακο-φρυγικής προελεύσεως που έφθασε στην Αττική μέσω κάποιας δωρικής διαλέκτου, πιθ. της Κορινθιακής. Το παρ. [[κοβαλεύω]] «[[μεταφέρω]]» [[καθώς]] και η μειωτική [[χροιά]] του όρου αποτελούν [[ένδειξη]] ότι η λ. διέθετε και κάποια σημ. όπως «[[βαστάζος]], [[χαμάλης]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και τη μειωτική [[χροιά]] της σημ. τών λέξεων αυτών [[σήμερα]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η σημ. του «μεταφορέα» προήλθε από τη [[μεταφορά]] λείας, κλοπιμαίων]. | |||
}} | }} |