κροσσωτός: Difference between revisions
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />garni d’une frange <i>ou</i> d’une bordure.<br />'''Étymologie:''' [[κροσσός]]. | |btext=ή, όν :<br />garni d’une frange <i>ou</i> d’une bordure.<br />'''Étymologie:''' [[κροσσός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κροσσωτός]], -όν, θηλ. και, -ή)<br />αυτός που έχει κρόσσια, [[θυσανωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> <b>φρ.</b> «κροσωτό [[επιθήλιο]]» — [[επιθηλιακός]] [[ιστός]] του οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την [[κίνηση]] τών οποίων επιτυγχάνεται η [[αποβολή]] ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων από την [[κοιλότητα]] του σώματος την οποία αυτά επενδύουν, αλλ. βλεφαριδωτό [[επιθήλιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζωγραφισμένος [[τοίχος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κροσσωτός]]<br />[[χιτώνας]] με κρόσσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόσσαι]] <span style="color: red;">+</span> -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[θυσανωτός]])<br />η λ. αρχικά σήμαινε τον διακοσμημένο τοίχο και στη [[συνέχεια]] η σημ. της επεκτάθηκε και στη [[διακόσμηση]] υφασμάτων]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν Lyc.1102:—
A tasselled, fringed, l.c., Plu.Luc.28, Poll.4.120, POxy.1273.14 (iii A. D.): Subst. κροσσωτός (sc. χιτών), ὁ, LXXPs. 44(45).14; cf. κροκωτός 2. II (κρόσσαι) stepped, σταυροῖσι -ωτὴ πτέρυξ, of a wall, Lyc.291 (v.l. κορς-).
German (Pape)
[Seite 1513] betroddelt, mit Troddeln, Quasten versehen, verbrämt; ἐσθής Poll. 4, 120; ῥαφαί Lycophr. 1102; a. Sp., wie VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κροσσωτός: -ή, -όν, ἔχων κροσσούς, θυσάνους, Λυκόφρ. 1102, Πλουτ. Λυκ. 28, Ἑβδ. (Ψαλ. ΜΔ΄, 15)· πρβλ. κροκωτός· ― ὡς οὐσιαστ., κροσσωτὸς (δηλ. χιτών), ὁ, ὁ, χιτὼν μετὰ κροσσῶν, Κλήμ. Ἀλ. 236, Εὐστ., κτλ. ― Ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. σ. 541. 8, Γουδ. Ἐτυμ. 349. 33, κροσσόω ῥῆμα κατὰ συνθήκην πλασθὲν χάριν τῆς ἐτυμολογίας τῆς λέξεως.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
garni d’une frange ou d’une bordure.
Étymologie: κροσσός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κροσσωτός, -όν, θηλ. και, -ή)
αυτός που έχει κρόσσια, θυσανωτός
νεοελλ.
ανατ. φρ. «κροσωτό επιθήλιο» — επιθηλιακός ιστός του οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την κίνηση τών οποίων επιτυγχάνεται η αποβολή ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων από την κοιλότητα του σώματος την οποία αυτά επενδύουν, αλλ. βλεφαριδωτό επιθήλιο
αρχ.
1. ζωγραφισμένος τοίχος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κροσσωτός
χιτώνας με κρόσσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόσσαι + -ωτός (πρβλ. θυσανωτός)
η λ. αρχικά σήμαινε τον διακοσμημένο τοίχο και στη συνέχεια η σημ. της επεκτάθηκε και στη διακόσμηση υφασμάτων].