κολόκυμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />vague allongée, longue lame, signe de tempête.<br />'''Étymologie:''' [[κόλος]], [[κῦμα]].
|btext=ατος (τό) :<br />vague allongée, longue lame, signe de tempête.<br />'''Étymologie:''' [[κόλος]], [[κῦμα]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[κολόκυμα]])<br />η [[φουσκοθαλασσιά]] που προηγείται της τρικυμίας («ὠθῶν [[κολόκυμα]] καὶ ταράττων καὶ κυκῶν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κόλον]] «[[κοντό]], βραχύ» <span style="color: red;">+</span> [[κῦμα]]. Η λ. στον Αριστοφάνη χρησιμοποιείται από τον Αλλαντοπώλη για τον Κλέωνα σκωπτικά με υπαινιγμό στη σημ. «[[έντερο]]» του α' συνθετικού [[κόλον]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολόκῡμα Medium diacritics: κολόκυμα Low diacritics: κολόκυμα Capitals: ΚΟΛΟΚΥΜΑ
Transliteration A: kolókyma Transliteration B: kolokyma Transliteration C: kolokyma Beta Code: kolo/kuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A large heavy wave before it breaks, swell that is the forerunner of a storm: metaph., of the swelling threats of Cleon, Ar.Eq.692 (expld. as κόλον κῦμα, Sch.ad loc.; τυφλὸν κῦμα, Hsch.; κωφὸν κῦμα, Suid.).

German (Pape)

[Seite 1474] τό, eine große, sich still u. langsam an das Ufer heranwälzende Woge, wie sie bes. dem Sturm vorangehen u. sein Nahen verkündigen; übertr., von Kleons leeren Drohworten, Ar. Equ. 692; die Alten erkl. κολοβόν, κωφὸν κῦμα.

Greek (Liddell-Scott)

κολόκῡμα: τό, μέγα καὶ βαρὺ κῦμα πρὶν θραυσθῇ (κόλον κῦμα κατὰ τοὺς Γραμμ.)· ἡ «φουσκοθαλασσιὰ» ἥτις προηγεῖται τῆς τρικυμίας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 692, ― ἔνθα κεῖται ἐπὶ τῶν κομπαστικῶν ἀπειλῶν τοῦ Κλέωνος· ― πρβλ. σκώληξ ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vague allongée, longue lame, signe de tempête.
Étymologie: κόλος, κῦμα.

Greek Monolingual

το (Α κολόκυμα)
η φουσκοθαλασσιά που προηγείται της τρικυμίας («ὠθῶν κολόκυμα καὶ ταράττων καὶ κυκῶν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κόλον «κοντό, βραχύ» + κῦμα. Η λ. στον Αριστοφάνη χρησιμοποιείται από τον Αλλαντοπώλη για τον Κλέωνα σκωπτικά με υπαινιγμό στη σημ. «έντερο» του α' συνθετικού κόλον.