ληΐς: Difference between revisions

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ΐδος (ἡ) :<br /><b>1</b> butin;<br /><b>2</b> bétail, troupeau.<br />'''Étymologie:''' p. *ληϜις, de la R. ΛαϜ, v. *[[λάω]].
|btext=ΐδος (ἡ) :<br /><b>1</b> butin;<br /><b>2</b> bétail, troupeau.<br />'''Étymologie:''' p. *ληϜις, de la R. ΛαϜ, v. *[[λάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ληΐς:''' Δωρ. λᾱϊς, -ΐδος, ἡ, Επικ. αντί [[λεία]], [[λάφυρο]], αυτό που αρπάζεται με τη [[βία]], σε Όμηρ., κ.λπ.· [[κυρίως]] λέγεται για βοοειδή, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χωρίς]] τη [[σημασία]] της διαρπαγής, βοοειδή, [[αγέλη]], [[κοπάδι]], [[ποίμνιο]], σε Ησίοδ., Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληΐς Medium diacritics: ληΐς Low diacritics: ληίς Capitals: ΛΗΙΣ
Transliteration A: lēḯs Transliteration B: lēis Transliteration C: liis Beta Code: lhi/+s

English (LSJ)

Dor. λᾱΐς, ΐδος, ἡ, Ep. form of λεία,

   A booty, spoil, mostly of cattle, ληΐδα δ' ἐκ πεδίου συνελάσσαμεν... πεντήκοντα βοῶν ἀγέλας, κτλ. Il.11.677, cf. X.Lac.13.11; then of all kinds of booty, Il.9.138, 18.327, Od.10.41; πλαζόμενοι κατὰ ληΐδα 3.106: in A.Th.331 (lyr.), concrete for αἰχμάλωτοι, cf. A.R.1.695; cf. ληϊάς.    2 without any notion of plunder, cattle, stock (cf. λεία), ληΐδ' ἀέξειν, βουκολίας τ' ἀγέλας τεκαὶ αἰπόλιαπλατέ' αἰγῶν Hes.Th.444, cf.Theoc.25.97.

German (Pape)

[Seite 38] ίδος, ἡ, ion. u. ep. = λεία, Kriegsbeute, bes. weggetriebenes Vieh u. gefangene Menschen, vgl. Il. 11, 677, wo nach ληΐδα δὲ συνελάσσαμεν ἤλιθα πολλήν einzeln βόες, πώεα οἰῶν, συβόσια, αἰπόλια u. ἴπποι aufgezählt werden; u. so Hes. Th. 442, wo es geradezu Viehheerden sind; Theocr. sagt ἐνεπλήσθη πεδίον ληΐδος ἐρχομένης, 25, 97, öfter. – Uebh. Beute, Aesch. Spt. 331; Ap. Rh. 1, 695.

French (Bailly abrégé)

ΐδος (ἡ) :
1 butin;
2 bétail, troupeau.
Étymologie: p. *ληϜις, de la R. ΛαϜ, v. *λάω.

Greek Monotonic

ληΐς: Δωρ. λᾱϊς, -ΐδος, ἡ, Επικ. αντί λεία, λάφυρο, αυτό που αρπάζεται με τη βία, σε Όμηρ., κ.λπ.· κυρίως λέγεται για βοοειδή, σε Ομήρ. Ιλ.· χωρίς τη σημασία της διαρπαγής, βοοειδή, αγέλη, κοπάδι, ποίμνιο, σε Ησίοδ., Θεόκρ.