λούστης: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui aime à se laver <i>ou</i> à se baigner.<br />'''Étymologie:''' [[λούω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui aime à se laver <i>ou</i> à se baigner.<br />'''Étymologie:''' [[λούω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λούστης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[πτηνό]] που συνηθίζει να πλένεται [[συχνά]]<br /><b>2.</b> [[υπάλληλος]] δημόσιων [[λουτρών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λουσ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λούσ</i>-<i>ω</i>, μέλλ. του [[λούω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one fond of bathing, of certain birds, opp. κονιστικοί, Arist.HA 633a29; ἀωρὶ λ. M.Ant.1.16.
Greek (Liddell-Scott)
λούστης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν ἢ συνηθίζων νὰ λούηται, ἐπί τινων πτηνῶν, ἀντίθ. τῷ κονιστικοί, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui aime à se laver ou à se baigner.
Étymologie: λούω.
Greek Monolingual
λούστης, ὁ (Α)
1. πτηνό που συνηθίζει να πλένεται συχνά
2. υπάλληλος δημόσιων λουτρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ- (πρβλ. λούσ-ω, μέλλ. του λούω) + κατάλ. -της].