μελαγχολικός: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d’un caractère mélancolique, d’humeur sombre.<br />'''Étymologie:''' [[μελαγχολία]].
|btext=ή, όν :<br />d’un caractère mélancolique, d’humeur sombre.<br />'''Étymologie:''' [[μελαγχολία]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑM [[μελαγχολικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προξενεί [[μελαγχολία]], [[βαρυθυμία]], [[ακεφιά]] («[[μελαγχολικός]] [[καιρός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[μελαγχολία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[βαρύθυμος]], [[σκυθρωπός]], [[άκεφος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δεχθεί [[έγχυση]] χολής στο [[αίμα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελαγχολικόν</i><br />[[ασθένεια]] που προέρχεται από [[έγχυση]] χολής στο [[αίμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από την [[ασθένεια]] [[μελαγχολία]]<br /><b>2.</b> [[υποχονδριακός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μελαγχολικώς</i> και -<i>ά</i> (Α μελαγχολικῶς)<br />με μελαγχολικό τρόπο, με [[μελαγχολία]], με [[δυσθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελάγχολος]]. Για σημασιολογικά σχόλια <b>βλ. λ.</b> [[μελαγχολία]]. Τη λ. δανείστηκαν οι άλλες γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>melancholic</i>, γαλλ. <i>melancholique</i>).
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγχολικός Medium diacritics: μελαγχολικός Low diacritics: μελαγχολικός Capitals: ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: melancholikós Transliteration B: melancholikos Transliteration C: melagcholikos Beta Code: melagxoliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of atrabilious or melancholic temperament, τὰ μ. Hp.Aph.3.20; οἱ μ. ib.4.9; opp. πικρόχολος, Id.Acut.61. Adv. -κῶς Id.Prorrh.1.14, Coac.92, etc.    II atrabilious, impulsive, Pl.R.573c, Arist.EN1152a19.

German (Pape)

[Seite 118] ή, όν, zu schwarzer Galle gehörig, zum Tiefsinn, zur Melancholie geneigt; Plat. Rep. IX, 573 c; Hippocr., Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελαγχολικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κρᾶσιν μελαγχολικήν, τὰ μ. Ἱππ. Ἀφ. 1248· οἱ μ. αὐτόθι 1249· ἀντίθετ. τῷ πικρόχολος, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱππ. 68C, κτλ. ΙΙ. ὁ ἔχων μέλαιναν τὴν χολήν, Πλάτ. Πολ. 573C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’un caractère mélancolique, d’humeur sombre.
Étymologie: μελαγχολία.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM μελαγχολικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που προξενεί μελαγχολία, βαρυθυμία, ακεφιάμελαγχολικός καιρός»)
2. αυτός που πάσχει από μελαγχολία
νεοελλ.-μσν.
βαρύθυμος, σκυθρωπός, άκεφος
μσν.
1. αυτός που έχει δεχθεί έγχυση χολής στο αίμα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελαγχολικόν
ασθένεια που προέρχεται από έγχυση χολής στο αίμα
αρχ.
1. αυτός που προέρχεται από την ασθένεια μελαγχολία
2. υποχονδριακός.
επίρρ...
μελαγχολικώς και -ά (Α μελαγχολικῶς)
με μελαγχολικό τρόπο, με μελαγχολία, με δυσθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάγχολος. Για σημασιολογικά σχόλια βλ. λ. μελαγχολία. Τη λ. δανείστηκαν οι άλλες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. melancholic, γαλλ. melancholique).