μορμύρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />spare, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μορμύρω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />spare, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μορμύρω]].
}}
{{grml
|mltxt=και μόρμυρος, ο (Α [[μορμύρος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ισοσπόνδυλων τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας τών μορμυριδών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού, η σημερινή [[μουρμούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται από το ρ. [[μορμύρω]] «[[μουρμουρίζω]], [[παφλάζω]]», λόγω του θορύβου που κάνει το [[ψάρι]] [[κατά]] την [[κίνηση]] του. Κατ' άλλους, πρόκειται για μεσογειακή λ. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>murmillo</i> «[[ξιφομάχος]] με γαλατικό [[κράνος]] στην [[κορυφή]] του οποίου υπάρχει [[ψάρι]]»].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορμύρος Medium diacritics: μορμύρος Low diacritics: μορμύρος Capitals: ΜΟΡΜΥΡΟΣ
Transliteration A: mormýros Transliteration B: mormyros Transliteration C: mormyros Beta Code: mormu/ros

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, a sea-fish,

   A Pagellus mormyrus, Arist.HA570b20 (proparox.), Archestr.Fr.52 (proparox.), AP6.304 (Phan.), Artem. 2.14 (proparox. as v. l.), cj. in Opp.H.1.100; cf. μόρμυλος.

German (Pape)

[Seite 207] ὁ, auch μορμύλος, eine Art Meerfisch; Arist. H. A. 6, 17; Ath. VII, 94; Phan. 7 (VI, 304).

Greek (Liddell-Scott)

μορμύρος: [ῠ], ὁ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, κοινῶς «μουρμοῦρα» καὶ ἐν Κυζίκῳ «μουρμοῦρι», mormyrus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 7, Ἀνθ. Π. 6. 304· μορμύλος εἶναι ἡμαρτημ. γραφ. ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσ. τοῦ Ἀθην. 313Ε, Ὀππ. Ἁλ. 1. 100.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
spare, poisson.
Étymologie: DELG μορμύρω.

Greek Monolingual

και μόρμυρος, ο (Α μορμύρος)
νεοελλ.
ζωολ. γένος ισοσπόνδυλων τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας τών μορμυριδών
αρχ.
είδος θαλάσσιου ψαριού, η σημερινή μουρμούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από το ρ. μορμύρω «μουρμουρίζω, παφλάζω», λόγω του θορύβου που κάνει το ψάρι κατά την κίνηση του. Κατ' άλλους, πρόκειται για μεσογειακή λ. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή murmillo «ξιφομάχος με γαλατικό κράνος στην κορυφή του οποίου υπάρχει ψάρι»].