μόθαξ: Difference between revisions

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μόθων]].
|btext=ακος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μόθων]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μόθαξ]], ὁ (Α)<br />[[μόθων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόθος]] «[[μάχη]], [[θόρυβος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λείμ</i>-<i>αξ</i>). Για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. <b>βλ.</b> [[μόθος]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόθαξ Medium diacritics: μόθαξ Low diacritics: μόθαξ Capitals: ΜΟΘΑΞ
Transliteration A: móthax Transliteration B: mothax Transliteration C: mothaks Beta Code: mo/qac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ,

   A = μόθων 1.1, Phylarch.43 J., Plu.Cleom.8, Ael.VH 12.43.

German (Pape)

[Seite 197] ακος, ὁ, = μόθων, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

μόθαξ: -ᾰκος, ὁ, = μόθων, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 271Ε, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 43· - «μόθακες· οἱ ἅμα τρεφόμενοι τοῖς υἱοῖς δοῦλοι παῖδες» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
c. μόθων.

Greek Monolingual

μόθαξ, ὁ (Α)
μόθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόθος «μάχη, θόρυβος» + επίθημα -αξ (πρβλ. λείμ-αξ). Για τη σημασιολογική εξέλιξη της λ. βλ. μόθος.